Να επιστραφούν στο λαό

Την τύχη του τόπου και τις ζωές των ανθρώπων του, διαχειρίζονται τα τελευταία χρόνια, οι δυνάμεις που υπηρετούν το ντόπιο και ξένο κεφάλαιο. Ποιες ήταν οι προτεραιότητες τους και το όραμα τους για τη Κύπρο, ήταν πάντοτε γνωστό. Τα εύηχα όμως συνθήματα και η γενικότερη σύγχυση που επικρατεί, επέτρεψε σε μια πολιτική δύναμη που υπερηφανεύεται πως ταυτίζεται με τις πολιτικές φιλελευθεροποίησης της οικονομίας, συρρίκνωσης του κοινωνικού κράτους και στήριξης των μεγάλων επιχειρήσεων, να επικρατήσει και να σπείρει τη φτώχεια και τη χρεοκοπία του κράτους και των νοικοκυριών.

Νωρίς νωρίς, οι Κυπριακές Αερογραμμές, έκλεισαν. Το γεγονός πως ζούμε σε ένα νησί ημικατεχόμενο με ότι αυτό συνεπάγεται, δεν απέτρεψε το κλείσιμο του εθνικού αερομεταφορέα, ο οποίος λόγω κακοδιαχείρισης, κατέγραφε κάποιες δεκάδες εκατομμύρια ζημιές. Με σωστή διαχείριση και έλεγχο, χωρίς παρεμβάσεις από τους κρατούντες, ο αερομεταφορέας θα μπορούσε να σωθεί. Αν ακόμα χρειάζονταν κάποια εκατομμύρια στήριξης στα πλαίσια αυτά, θα μπορούσαν να δοθούν ως επένδυση για το μέλλον και την ασφάλεια του τόπου. Ο αερομεταφορέας όμως ήταν κρατικός και έπρεπε να πάει η πίτα στους ιδιώτες. Αυτό έγινε και ο στόχος της κυβέρνησης, όπως για χρόνια διακηρυσσόταν, επιτεύχθηκε. “Το κράτος, δεν μπορεί να διασώζει επιχειρήσεις”. Ούτε καν τις δικές του;

Στην περίπτωση του Συνεργατισμού, τα πράγματα ήταν ξεκάθαρα από τη δεκαετία του 1990, όσον αφορά τις προθέσεις του Συναγερμού. Επανειλημμένα και χωρίς επιφυλάξεις, ο ηγέτης του τότε μα και ο σημερινός, αναφέρθηκαν σε ένα συνεργατισμό που αποτελούσε εμπόδιο για την εναρμόνιση με τις απαιτήσεις της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Ο Συνεργατισμός όμως, ανήκε στο κόσμο και στα μέλη του, έτσι δεν ήταν εύκολο να μεταφερθεί με μια κίνηση στο ιδιωτικό κεφάλαιο. Υπό το πρόσχημα της αντιμετώπισης των προβλημάτων του και λειτουργώντας πονηρά και με σχέδιο, έπεισαν την Βουλή να μεταβιβάσει την ιδιοκτησία του οργανισμού, από το λαό, στο συναγερμικό κράτος. Από εκείνη τη στιγμή, το παιχνίδι είχε κριθεί και ήταν ζήτημα χρόνου η οριστική μεταφορά του στο ιδιωτικό κεφάλαιο. Τόσο προκλητική είναι η συγκεκριμένη υπόθεση που στη κατάληξη της, ο λαός, δηλ. ο ιδιοκτήτης, φορτώθηκε και με τρία περίπου δισεκατομμύρια χρέος, υπό μορφή εγγυήσεων, ώστε να γίνει η πράξη του ξεπουλήματος.

Για την ιδιωτικοποίηση των λιμανιών, ο σημερινός ηγέτης του Συναγερμού, ωρυόταν από τα μέσα της δεκαετίας του 1990. Το πώς και το γιατί βρέθηκε στην εξουσία την κατάλληλη ώρα και κατάφερε να υλοποιήσει και αυτό το στόχο, είναι άλλη ιστορία. Το λιμάνι Λεμεσού, μέσω διαδικασιών που αφήνουν εκτεθειμένο πολιτικά και όχι μόνο, τον τέως Υπουργό Μεταφορών, πέρασε στα χέρια ξένου κολοσσού σε συνεργασία με έντονα ντόπια συμφέροντα, συγκεκριμένων γνωστών κύκλων. Για το συγκεκριμένο θέμα, μια πολιτεία που θέλει να επιβιώσει, οφείλει να απαιτήσει την παραδειγματική τιμωρία όσων εμπλέκονται και να επανεξετάσει τη συμφωνία.

Τα τελευταία δέκα χρόνια ο λαός σώζει τράπεζες. Τα δισεκατομμύρια που απαιτήθηκαν μέχρι στιγμής για τη σωτηρία των κερδοσκοπικών αυτών ιδιωτικών οργανισμών έχουν δεσμεύσει το παρόν και το μέλλον παλαιών και νέων γενεών. Ολόκληρος ο λαός είδε το βιοτικό του επίπεδο να κατρακυλά, για να σωθούν οι τράπεζες. Οι νέοι είδαν το μέλλον τους να σκοτεινιάζει, χωρίς αχτίδα φωτός.

Κερασάκι στην τούρτα σε αυτή την ιστορία, αποτελεί και το ζήτημα των Μη Εξυπηρετούμενων Δανείων. Ένα τραπεζικό σύστημα που διέλυσε την οικονομία λόγω κακοδιαχείρισης, μιζών και ύποπτων επενδύσεων, όχι μόνο χρηματοδοτήθηκε από τα δημόσια ταμεία για να διασωθεί, μα με πείσμα και θρασύτητα, το κράτος και η Βουλή ψηφίζουν και ξαναψηφίζουν νόμους, για να διασφαλίσουν πως δεν θα χαθεί ούτε σεντ από δάνεια που οι ίδιοι αυτοί οργανισμοί παραχώρησαν. Το ξεσπίτωμα δεν είναι προ των πυλών, μα άγγιξε ήδη αρκετά νοικοκυριά. Η κυβέρνηση εκτελεί το ρόλο της άριστα και το κεφάλαιο την ανταμείβει πλουσιοπάροχα. Η ελίτ που με διορισμούς ανέλαβε το αποτρόπαιο αυτό έργο, είναι γνωστή και πρόκειται για ένα είδος συμμορίας. Χωρίς φραγμούς και χωρίς ηθική, φτωχοποιούν το λαό και ξεπουλούν τον κοινωνικό πλούτο.

Με βάση τις διαβεβαιώσεις των εχόντων τη διαχείριση της τύχης του τόπου, αλλά και την ευθύνη, «οι θυσίες του λαού έπιασαν τόπο». Ο λαός όμως δεν ήταν διατεθειμένος να θυσιάσει το μέλλον του για τη σωτηρία των τραπεζών και ούτε κανείς τον ρώτησε. Όλα επιβλήθηκαν με μαστίγιο το φόβο και καρότο μια αδιευκρίνιστη «ασφάλεια». Οτιδήποτε έχει να κάνει με την κερδοφορία του κεφαλαίου, επιβάλλεται ως η μόνη οδός για την ευημερία και την ασφάλεια του τόπου. Αυτές είναι οι τακτικές. Ο φόβος και η ανυπαρξία εναλλακτικών, βύθισε το λαό στην απόγνωση. Ανέχεται τα πάντα λόγω απόγνωσης και έλλειψης προτάσεων που αφορούν τον ίδιο και τα συμφέροντα του.

Μετά λοιπόν από τη σωτηρία των τραπεζών και την κατ’ ισχυρισμό σταθεροποίηση της οικονομίας ήρθε η ώρα να ζητήσει ο λαός το λογαριασμό. Από δω και στο εξής κάθε σεντ που καταγράφεται ως κέρδος των τραπεζών, ανήκει στο λαό. Είναι οι δικές του θυσίες και τα δικά του λεφτά που διέσωσαν τους ιδιωτικούς αυτούς κερδοσκοπικούς οργανισμούς. Η ώρα που θα αναπτυχθεί στο δημόσιο διάλογο, η απαίτηση αυτή, έφτασε. Όπως το κράτος και ιδιαίτερα η σημερινή κυβέρνηση με τη στήριξη των πλειοψηφιών της βουλής, έκοψε και έραψε αμέτρητες φορές για να βρεί πρακτικούς νομοθετικούς τρόπους να βοηθήσει τη διάσωση των τραπεζών, έτσι θα πρέπει να υποχρεωθεί να κάμει για τη διαχείριση των κερδών. Αν προταθεί η δικαιολογία πως πρόκειται για ιδιωτικούς οργανισμούς και δεν μπορεί να γίνει αυτό, ας μας πουν πως επιτράπηκε λοιπόν να χρεωθεί ολόκληρος ο λαός, για να βοηθηθούν οι ιδιωτικοί κερδοσκοπικοί οργανισμοί, να ξεπεράσουν τα χίλια μύρια προβλήματα τους. Προβλήματα που ήταν δικά τους και οι λεγόμενοι εκσυγχρονιστές τα μετάφεραν εξ ολοκλήρου στη κοινωνία.

Ο τραπεζικός τομέας με τη δραστηριότητα του και όσοι τον στήριξαν, έχουν τινάξει στον αέρα, κάθε ίχνος ασφάλειας και εμπιστοσύνης στους θεσμούς σε αυτό το τόπο. Εδώ και μια δεκαετία, ο λαός σώζει αυτούς που τον βύθισαν στη φτώχεια. Από δω και στο εξής, ο λαός μπορεί να απαιτήσει να έχει λόγο στα κέρδη και στις περιουσίες τους. Μπορεί να απαιτήσει να αντιστραφούν οι όροι. Στο χέρι του είναι και κυρίως στη δύναμη της συνείδησης του. Από τη στιγμή που διασώθηκαν με τα λεφτά και τις θυσίες του λαού, πρέπει να υποχρεωθούν να επιστρέψουν τα κεφάλαια αυτά, πίσω, στους ιδιοκτήτες τους. Να ανοίξει η συζήτηση επί τούτου λοιπόν και να δούμε τι λέει η κυβέρνηση μα και ο καθένας.