Μεταξύ Σκύλλας και Χάρυβδης

16 Αυγούστου 1960… Η ανακήρυξη της Κυπριακής Δημοκρατίας έγινε δυνατή, αφού προηγουμένως υπογράφηκαν οι συμφωνίες Λονδίνου και Ζυρίχης, οι οποίες δημιούργησαν στην Κυπρο έναν τύπο «εξαρτημένου – ανεξάρτητου» κράτους, υπό την κηδεμονία της Βρετανίας, της Ελλάδας και της Τουρκίας. Από δημιουργίας του λοιπόν το κυπριακό ζήτημα κινήθηκε ανάμεσα στη Σκύλλα και τη Χάρυβδη του ιμπεριαλισμού, δηλαδή ανάμεσα στα συμφέροντα της Βρετανίας και των Ηνωμένων Πολιτειών.

Για όσο διάστημα κρατούσε τα ηνία του καπιταλιστικού κόσμου, η Αγγλία θεωρούσε την Κύπρο αναπόσπαστο τμήμα της αυτοκρατορίας της. Αλλά κι όταν το αποικιοκρατικό της σύστημα κατέρρευσε, η Βρετανική Αυτοκρατορία δεν εγκατέλειψε την Κύπρο, γνωρίζοντας τη στρατηγική της αξία, αναφορικά με τον έλεγχο της Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής. Με το ίδιο σκεπτικό, ενήργησαν και οι Αμερικανοί ως νέοι ηγέτες του παγκόσμιου καπιταλισμού, εντάσσοντας το νησί στο στρατηγικό σχεδιασμό, το δικό τους και του ΝΑΤΟ. Έτσι, από το 1949, που ιδρύεται το ΝΑΤΟ, και μετά, η Κύπρος θεωρείται αναπόσπαστο τμήμα της νοτιοανατολικής πτέρυγας της ατλαντικής συμμαχίας.

Συνέπεια της αγγλοαμερικανικής πολιτικής αυτής της περιόδου είναι και η εμπλοκή της Τουρκίας στο Κυπριακό. Η ανοιχτή εμπλοκή της Τουρκίας στο ζήτημα της Κύπρου έχει την αρχή της στα τέλη Ιουνίου του 1955, όταν η Μεγάλη Βρετανία πήρε την πρωτοβουλία να καλέσει Ελλάδα και Τουρκία σε τριμερή Διάσκεψη στο Λονδίνο για το Κυπριακό, με κύριο σκοπό να περιορίσει στο μέγιστο δυνατό τη διεθνή διάσταση του ζητήματος και να το κλείσει στα στενά πλαίσια τριών και μόνο χωρών, όπου ο δικός της ρόλος θα είναι ηγεμονικός και τέλος, να καταστήσει την Τουρκία ισότιμο συνομιλητή στις υποθέσεις της Κύπρου.  Βάζοντας στο παιχνίδι την Τουρκία, η Μ. Βρετανία χρησιμοποιούσε ανοιχτά την απειλή τη διχοτόμησης για να προωθεί κάθε φορά τα σχέδιά της στην Κύπρο. Η στάση της σ’ αυτό το θέμα είναι απόλυτα σαφής και στα κατά καιρούς σχέδια επίλυσης του Κυπριακού που παρουσίασε, βάση των οποίων αποτελούσε πάντοτε η αρχή της διχοτόμησης.

Το 1958 οι Βρετανοί  πρότειναν ένα σχέδιο διχοτόμησης  και επιχειρήθηκε να εφαρμοστεί. Το σχέδιο Μακμίλαν, το οποίο έφερε τον τίτλο «Σχέδιο για Συνεταιρισμό στην Κύπρο» και στα βασικότερα σημεία του, προέβλεπε μεταξύ άλλων:

• Τη σύνδεση της Κύπρου με τη Μεγάλη Βρετανία, την Ελλάδα και την Τουρκία και τη συνεργασία των κυβερνήσεων των τριών κρατών για τη διοίκηση του νησιού.

• Το διορισμό ενός αντιπροσώπου της ελληνικής κυβέρνησης κι ενός αντιπροσώπου της τουρκικής, οι οποίοι, μαζί με τον Άγγλο κυβερνήτη του νησιού, θα είχαν την ευθύνη της διακυβέρνησης της Κύπρου.

• Τη συγκρότηση δύο Κοινοβουλίων, ενός ελληνοκυπριακού κι ενός τουρκοκυπριακού.

• Οι κάτοικοι του νησιού θα είχαν δύο ιθαγένειες. Όλοι ανεξαιρέτως τη βρετανική και οι μεν Ελληνοκύπριοι επιπλέον την ελληνική, οι δε Τουρκοκύπριοι επιπλέον την τουρκική.

Η ανακοίνωση του σχεδίου Μακμίλαν και η έναρξη της εφαρμογής του την 1η Οκτώβρη 1958, ουσιαστικά, στόχευε να εκβιάσει τις εξελίξεις στην κατεύθυνση των Συμφωνιών της Ζυρίχης και του Λονδίνου. Έτσι φτάσαμε στις συμφωνίες της Ζυρίχης. Μετά την υπογραφή τους, η Κύπρος αποκτά κρατική υπόσταση. Το Σεπτέμβρη του ’60 έγινε μέλος του ΟΗΕ, το Μάρτη του 1961 μέλος της Βρετανικής Κοινοπολιτείας, το Μάη του 1961 μέλος του Συμβουλίου της Ευρώπης και το Σεπτέμβρη του 1961 εντάσσεται στο Κίνημα των Αδεσμεύτων. Ο συσχετισμός δυνάμεων στο χώρο της Μέσης Ανατολής μεταβάλλεται όπως και οι διεθνείς συνθήκες στην Αφρική, στη Λατινική Αμερική και την Ασία (Κούβα, Βιετνάμ κ.λ.π.). Η Αίγυπτος, η Λιβύη, η Συρία, η Υεμένη συνάπτουν συμμαχίες με τη Σοβιετική Ένωση και σοβιετικά πολεμικά σκάφη διεισδύουν στην Ανατολική Μεσόγειο. Η Μ. Βρετανία δεν είναι πια σε θέση να αναλάβει την άμυνα του ευαίσθητου αυτού χώρου. Έτσι, αυξάνεται το αμερικανικό ενδιαφέρον, ιδιαίτερα από το Δεκέμβριο του 1963, και προωθείται συστηματικά πλέον από αγγλοαμερικανικής πλευράς μια νατοϊκή, διχοτομική λύση του Κυπριακού.

Ο αγγλοαμερικανικός ιμπεριαλισμός κάνει ότι μπορεί για να σπρώξει τα πράγματα στην Κύπρο σε διχοτομικές λύσεις και προς αυτήν την κατεύθυνση συνδαυλίζει την κρίση του ’63, ενθαρρύνοντας τον Μακάριο να προωθήσει συνταγματικές αλλαγές, ακριβώς γιατί ήθελε να προκληθεί η κρίση… Το Λονδίνο και πολύ εντονότερα η Ουάσιγκτον θα θελήσουν να επαναφέρουν στην επικαιρότητα την «ένωση» της Κύπρου με την Ελλάδα, με τρόπο, όμως, τέτοιο που θα οδηγεί στη διχοτόμηση. Η «διπλή ένωση», όπως θα ονομαστεί, εξυπηρετεί καλύτερα τα συμφέροντα του ΝΑΤΟ, δεδομένου ότι εξασφαλίζει τη νατοποίηση της Κύπρου

Έτσι φτάσαμε στην πρώτη διχοτόμηση με την επιβολή της Πράσινης Γραμμής. Μετά την κρίση του ’63, η λύση του κυπριακού ζητήματος για τους Αγγλοαμερικανούς, την Τουρκία, αλλά και την Ελλάδα περιστρέφεται γύρω από τον άξονα της νατοποίησης. Η πρώτη ανοιχτή προσπάθεια νατοϊκής διχοτόμησης της Κύπρου επιχειρήθηκε το Γενάρη του 1964 αμέσως μετά την κρίση του Δεκέμβρη του ’63. Έτσι, με πρωτοβουλία των Ηνωμένων Πολιτειών και της Μ. Βρετανίας, οργανώθηκε στο Λονδίνο η περιβόητη πενταμερής Διάσκεψη, στην οποία κλήθηκαν να συμμετάσχουν η Μ. Βρετανία, η Ελλάδα, η Τουρκία, ένας εκπρόσωπος των Ελληνοκυπρίων κι ένας των Τουρκοκυπρίων. Το γεγονός ότι δεν κλήθηκε να συμμετάσχει η κυπριακή κυβέρνηση είναι ενδεικτικό των προθέσεων και των επιδιώξεων των Αγγλοαμερικάνων οργανωτών.

Η πολιτική των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων στο Κυπριακό, απέβλεπε τότε στην επιβολή μιας «λύσης», που θα εξασφάλιζε την ενότητα της νοτιοανατολικής πτέρυγας του ΝΑΤΟ (προλαμβάνοντας έτσι έναν ελληνοτουρκικό πόλεμο), την αποτροπή σοβιετικής ανάμειξης στη διένεξη, την αποφυγή ευρύτερης διεθνοποίησης του θέματος (μέσω του ΟΗΕ) και, τέλος, την υπαγωγή της Κύπρου κάτω από νατοϊκό έλεγχο. Στο πλαίσιο αυτό, στη Διάσκεψη κατατέθηκε ένα αγγλοαμερικανικό σχέδιο – έκτρωμα για την αντιμετώπιση της κυπριακής κρίσης το «Σχέδιο Σάντις Μπολ». Το σχέδιο αυτό προέβλεπε την εγκατάσταση στην Κύπρο Νατοϊκών στρατευμάτων, καταργούσε την κυπριακή κυβέρνηση, αλλά και την ίδια την Κύπρο ως ανεξάρτητο κράτος και την έθετε κάτω από τη διοίκηση του ΝΑΤΟ. Το σχέδιο, όμως, δεν είχε καμία τύχη, γιατί αντιτάχθηκε στην εφαρμογή του η κυπριακή κυβέρνηση υποστηριζόμενη  από το ΑΚΕΛ και τον κυπριακό λαό και σε διεθνές επίπεδο η Σοβιετική Ένωση.

Μια δεύτερη προσπάθεια Νατοποίησης – διχοτόμησης ήταν τα δύο σχέδια Άτσεσον, που υποβλήθηκαν στο διάστημα Ιουλίου – Αυγούστου 1964. Το πρώτο προέβλεπε την «ένωση» της νήσου με την Ελλάδα υπό τις εξής – μεταξύ άλλων – βασικές προϋποθέσεις:

• Να παραχωρηθεί κατά κυριαρχία στην Τουρκία η χερσόνησος της Καρπασίας (από το Μπογάζι μέχρι τα σύνορα της Μονής του Αποστόλου Ανδρέα) για να χρησιμοποιηθεί ως τουρκική στρατιωτική βάση.

• Οι Τουρκοκύπριοι εκτός βάσεως να τύχουν ειδικής μεταχείρισης: Δύο ή τρεις περιοχές της Κύπρου όπου οι Τουρκοκύπριοι είχαν την πλειοψηφία να μετατραπούν σε καντόνια, να αποτελέσουν, δηλαδή, ειδικές αυτόνομες περιοχές με δική τους αυτοδιοίκηση. Οι υπόλοιποι Τουρκοκύπριοι να υπαχθούν στην αρμοδιότητα ενός κεντρικού τουρκοκυπριακού οργανισμού και όσοι θα παραμείνουν κάτω από ελληνική διοίκηση να έχουν όλα τα μειονοτικά δικαιώματα.

• Να συσταθεί διεθνής επιτροπή, διορισμένη είτε από τον ΟΗΕ είτε από το ΝΑΤΟ, για την παρακολούθηση της εφαρμογής των διατάξεων που αφορούν στα ειδικά προνόμια και δικαιώματα των Τουρκοκυπρίων

Το σχέδιο αυτό συνάντησε την πλήρη αντίθεση της Λευκωσίας, ενώ η κυβέρνηση Γεώργιου Παπανδρέου έχει μπει στο παιχνίδι του παζαρέματος, ελπίζοντας ότι τελικά θα πετύχει την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα, με εδαφικά ανταλλάγματα, αλλά όσο το δυνατόν μικρότερα.

Τελικά, ο Άτσεσον τροποποίησε το πρώτο του σχέδιο και διαμόρφωσε ένα δεύτερο, που στα βασικά του σημεία προέβλεπε:

• Η περιοχή της Καρπασίας – μειωμένης, όμως, εκτάσεως σε σχέση με αυτήν που προέβλεπε το πρώτο σχέδιο – να εκμισθωθεί από την Τουρκία για 50 χρόνια.

• Αντί για δημιουργία τουρκοκυπριακών καντονιών, οι Τουρκοκύπριοι στις περιοχές που πλειοψηφούν να διοικούνται από Τουρκοκύπριους έπαρχους και το διοικητικό προσωπικό να είναι κατά πλειοψηφία ομόφυλοί τους. Επίσης, αντί να δημιουργηθεί κεντρική τουρκοκυπριακή διοίκηση, να αναλάβει διεθνής ή άλλη προσωπικότητα την εποπτεία εφαρμογής των ανθρωπίνων δικαιωμάτων για τους Τουρκοκύπριους κ.λ.π. Η ελληνική κυβέρνηση δέχτηκε αμέσως το δεύτερο σχέδιο Άτσεσον, αλλά το απέρριψε η Τουρκία.

Στο διάστημα που διεξάγονταν οι ελληνοτουρκικές διαπραγματεύσεις για τα σχέδια Άτσεσον, οι Αμερικανοί έσπρωχναν την Αθήνα να προωθήσει, σε συνεργασία με την κυπριακή κυβέρνηση, την πραξικοπηματική ένωση Κύπρου – Ελλάδας και, ταυτόχρονα, προετοίμαζαν την Τουρκία στο ενδεχόμενο της πραξικοπηματικής ένωσης να είναι έτοιμη να επέμβει στρατιωτικά στην Κύπρο για να πάρει με τη δύναμη των όπλων όσα το σχέδιο Άτσεσον της έδινε. Δηλαδή, με άλλα λόγια, οι ΗΠΑ επιδίωκαν να γίνει στην Κύπρο η τουρκική εισβολή, που έγινε το 1974, δέκα χρόνια νωρίτερα. Κι αν δεν πέτυχε το σχέδιό τους, αυτό οφείλεται μάλλον στο γεγονός ότι, τελικά, Αθήνα και Λευκωσία φοβήθηκαν να πάρουν το ρίσκο της πραξικοπηματικής ένωσης, που θα είχε ως προαποφασισμένο αποτέλεσμα την τουρκική εισβολή και τη διχοτόμηση.

Έτσι, μέσα από συνεχείς υπονομεύσεις της κυπριακής ανεξαρτησίας, μέσα από την ανάπτυξη ενός εθνικιστικού κλίματος και στις δύο κοινότητες και τις ιμπεριαλιστικές μεθοδεύσεις φτάσαμε τελικά στο δίδυμο ΝΑΤΟϊκό έγκλημα: Στο πραξικόπημα του ’74, στην τουρκική εισβολή και στη διχοτόμηση, στη «λύση», δηλαδή, του Κυπριακού όπως την επιδίωκαν οι ΗΠΑ και η Αγγλία.

Το μοίρασμα της Κύπρου στα δύο σαν αποτέλεσμα της τουρκικής εισβολής δεν νομιμοποιήθηκε όμως ποτέ. Έτσι οι προσπάθειες των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, του ΝΑΤΟ, της Τουρκίας και της ΕΕ συνεχίζονται μέχρι και τις μέρες μας μέσα από τα διάφορα σχέδια και προτάσεις (π.χ. σχέδιο Ανάν) να νομιμοποιήσουν με την υπογραφή μας τους σχεδιασμούς τόσων χρόνων.