Η κρίση στην Εκπαίδευση είναι βαθύτερη…

Η κυβέρνηση Αναστασιάδη μείωσε κατά 140 εκ. ευρώ τη δημόσια δαπάνη στην εκπαίδευση κατά την τριετία 2013-16, με βάση τα στατιστικά της Ευρωπαϊκής Στατιστικής Υπηρεσίας. Από 1,230 δις το 2013, η δαπάνη έπεσε σε 1,089 δις, ενώ διαχρονικά η δαπάνη αυτή είναι μικρότερη σε σύγκριση με το 2008 όταν έφτανε στα 1,194 δις ευρώ, με μείωση της τάξης του 1%. Η πτωτική τάση στη δημόσια δαπάνη για την παιδεία, παρουσιάζεται και στην Ελλάδα, την Πορτογαλία, την Ισπανία, χώρες που με την καπιταλιστική κρίση εισήλθαν σε καθεστώς μνημονίων και ενισχυμένη εποπτεία από τους μηχανισμούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου. Σε όλες αυτές τις χώρες το ποσοστό του κέρδους των μεγάλων επιχειρήσεων έχει παραμείνει το ίδιο υψηλό όπως πριν την κρίση, όταν στους εργαζόμενους δημόσιου και ιδιωτικού τομέα έχουν επιβληθεί τεράστιες μειώσεις στο βιοτικό τους επίπεδο.

Η κυβέρνηση επιμένει ότι η δημόσια δαπάνη στην Κύπρο είναι η υψηλότερη στην ΕΕ, αποφεύγοντας να αναλύσει τα ποιοτικά στοιχεία που συνθέτουν την παιδαγωγική διαδικασία, εδραιώνοντας ένα εξετασιο-κεντρικού σύστημα όπου οι καλύτεροι μαθητές θα πρέπει να ανταγωνίζονται για τον υψηλότερο βαθμό, όπου ομαδικές συνεργασίες σπανίζουν, ενώ η ανάπτυξη ταλέντων και δεξιοτήτων επαφίεται στις ικανότητες και στη διάθεση του μεμονωμένου διδάσκοντα.

Την ίδια στιγμή, στην κοινωνία οι κοινωνικές αντιθέσεις και ανισότητες αυξάνονται ακατάπαυστα, μεταφερόμενες διαλεκτικά και στο σχολείο, όπου η μέριμνα και η ειδική φροντίδα έχει καταστεί θύμα της λιτότητας, της εξυγίανσης των οικονομικών, του εξορθολογισμού και της έλλειψης κοινωνικού οράματος. Καμία πρόταση για υποκατάσταση του εξετασιο-κεντρικού συστήματος δεν έχει προωθηθεί, ενώ η καθεστηκυία τάξη είναι ικανοποιημένη εάν οι καθηγητές ενεργούν ως τυπικοί γραφειοκράτες με μειωμένα, βέβαια, εισοδήματα.

Το θέμα της μείωσης του χρόνου ανάπαυσης εκπαιδευτικών και μαθητών δεν ακουμπά την ουσία του προβλήματος, αφού και στην υπόλοιπη δημόσια υπηρεσία, όπου ο συνολικός εργάσιμος χρόνος είναι περισσότερος, όχι μόνο τα προβλήματα δεν μειώνονται, αλλά η γραφειοκρατία υπηρετεί την κυρίαρχη πολιτική και το κοινωνικό σύστημα.

Από την άλλη, η αύξηση του χρόνου εργασίας, η μείωση των απολαβών και η αβεβαιότητα στον ιδιωτικό τομέα, το μόνο που προκαλούν είναι όξυνση των κοινωνικών προβλημάτων για την εργατική τάξη και μεγαλύτερη κερδοφορία για το μεγάλο κεφάλαιο. Η ανάπτυξη που έφεραν τα νεοφιλελεύθερα μέτρα, είναι για τους λίγους και καθόλου δεν αφορούν τους εργαζόμενους ή την ποιότητα στην παροχή υπηρεσιών. Αντίθετα, η άρχουσα τάξη έχει πετύχει να θέσει εργαζόμενο εναντίον εργαζομένου, όταν τα τελευταία χρόνια ιδιωτικοποιήθηκε δημόσιος πλούτος δισεκατομμυρίων, στην Αρχή Λιμένων, στο Συνεργατισμό (επίκειται η ΑΗΚ και η ΑΤΗΚ), ενώ οι ζημιές των τραπεζών μεταφέρθηκαν στο λαϊκό εισόδημα, είτε του δασκάλου-καθηγητή, είτε του μισθωτού εργάτη στον ιδιωτικό τομέα ή του μικρομεσαίου αυτοεργοδοτούμενου.