ΕΕ, η ιστορία της ευρωπαϊκής λυκοσυμμαχίας (α’ μέρος)

Μέρος Πρώτο

Η ΕΕ δεν αποτελεί μια μορφή σχέσεων, ανάμεσα σε ορισμένα κράτη με στόχο την ανάπτυξη ισότιμης και φιλικής για τους λαούς οικονομικής συνεργασίας και με κριτήριο τη γεωγραφική εγγύτητα των χωρών αυτών. Πρόκειται για μια διακρατική συμμαχία ανώτερης μορφής, της πιο ανώτερης που έχουμε γνωρίσει έως σήμερα, ανάμεσα σε καπιταλιστικά και μόνο κράτη.

Το κοινωνικο – οικονομικό σύστημα καθορίζει αν ένα κράτος μπορεί να κάνει πρόταση ή να αποδεχτεί πρόταση για να μπει στο κλαμπ της ΕΕ. Από εκεί και πέρα, βέβαια, παίζουν ρόλο και άλλα κριτήρια, πολιτικά, που και αυτά, σε τελευταία ανάλυση, βοηθούν να στηριχτούν οικονομικά συμφέροντα. Η Ελλάδα έγινε δεκτή, όχι μόνο γιατί το ζήτησε, ούτε γιατί ήταν χώρα γενικά καπιταλιστική, αλλά γιατί ήταν η μόνη καπιταλιστική χώρα στα σοσιαλιστικά Βαλκάνια, η μόνη χώρα του ΝΑΤΟ σε μια περιοχή που είχε κηρυχτεί ως εχθρική για το δυτικοευρωπαϊκό και αμερικανικό καπιταλισμό. Η Κύπρος από την άλλη έγινε επίσης δεκτή λόγω της εξέχουσας σημασίας γεωστρατηγικής θέσης που κατέχει, αλλά και των πιθανών ενεργειακών αποθεμάτων τα οποία ήταν γνωστά χρόνια πριν ξεκινήσει η επίσημη συζήτηση μεταξύ κυπριακών κυβερνήσεων με ενεργειακούς πολυεθνικούς κολοσσούς.

Είναι, επίσης, πασίγνωστο ότι στη συγκρότηση της ΕΕ υπεισήλθαν δύο παράγοντες, που φαινομενικά ήταν ή μοιάζουν αντιφατικοί. Από τη μια πλευρά, υπήρξαν οι αντιθέσεις της Γαλλίας και της Γερμανίας και, από την άλλη πλευρά, οι αντιθέσεις αυτών των χωρών με τις ΗΠΑ. Φοβάται ο Γιάννης το θεριό και το θεριό τον Γιάννη. Οι ΗΠΑ έβλεπαν στη συγκρότηση της ΕΟΚ μια απειλή απέναντί τους, την απειλή του ανερχόμενου ανταγωνιστή. Από την άλλη, όμως, πλευρά, ένιωθαν μεγαλύτερη ανασφάλεια μπροστά σε μια δυτική Ευρώπη διαιρεμένων κρατών, έναντι του ανερχόμενου σοσιαλιστικού συστήματος και πριν από όλα της ΕΣΣΔ. Τελικά, οι ΗΠΑ ξεπέρασαν τους δισταγμούς και φόβους τους, έδωσαν το «πράσινο φως» για την ίδρυση της ΕΟΚ, ακριβώς γιατί αυτό τους έδινε δυνατότητα να έχουν μια παρέμβαση στη νέα κοινότητα και, από την άλλη, να εξασφαλίσουν τα νώτα του δυτικού κόσμου από τη σοσιαλιστική άμιλλα και τον ανταγωνισμό.

Από τότε μέχρι σήμερα, τα πράγματα δεν έχουν αλλάξει ουσιαστικά. Η ΕΕ και οι ΗΠΑ είναι καταδικασμένες να βαδίζουν μαζί και ταυτόχρονα να ανταγωνίζονται μεταξύ τους για τη διανομή των αγορών, των κερδών, των σφαιρών πολιτικής επιρροής. Τόσο η συμμαχία, όσο και ο ανταγωνισμός τους έχουν τραγικές συνέπειες για τους λαούς.

Πολλές από τις αντιθέσεις και αντιφάσεις που γνωρίζουμε σήμερα ανάγονται, τελικά, στην ίδια τη φύση και το χαρακτήρα του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Αυτό δε σημαίνει ότι τίθεται σε δεύτερη μοίρα η πολιτική. Η πολιτική όμως, σε τελευταία ανάλυση, όποια διαχειριστική παραλλαγή και αν ακολουθήσει, δεν μπορεί να υπερβεί και να αλλάξει τους νόμους και τις αντικειμενικές τάσεις του καπιταλιστικού συστήματος σε εθνικό ή διεθνικό επίπεδο, από τη στιγμή που η πολιτική δε θέτει ως στόχο τη ρήξη με το ίδιο το σύστημα. Το είδαμε και στην περίπτωση της Κύπρου πριν δέκα χρόνια, αλλά πολύ περισσότερο και στην περίπτωση της Ελλάδας τα τελευταία χρόνια.

Η ιδέα για τη δημιουργία μιας Ένωσης των καπιταλιστικών χωρών της Δυτικής Ευρώπης ήταν παλιά, ακόμη πριν το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Για πρώτη φορά προβλήθηκε επίσημα και ολοκληρωμένα από τη Γαλλία στα 1930 με το «Σχέδιο Μπριάν» η σύσταση μιας «Ευρωπαϊκής Ομοσπονδίας» με σκοπό τη συσπείρωση της καπιταλιστικής Ευρώπης σε μια πολιτική και στρατιωτική κοινότητα. Όμως, η πρόταση εκείνη βρήκε πολλές δυσκολίες και, τελικά, ναυάγησε με την κήρυξη του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου, που ξεκίνησαν οι Ναζί με το δόγμα του «ζωτικού χώρου».

Το θέμα της «οικονομικής και πολιτικής ενοποίησης της Ευρώπης» έρχεται πάλι στο προσκήνιο, αναζωπυρώνεται μετά το τέλος του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου. Το σοσιαλιστικό σύστημα – τα σύνορα του οποίου με τον καπιταλισμό βρίσκονταν στο έδαφος της Ευρώπης και μάλιστα στη Γερμανία (ήταν τα σύνορα μεταξύ Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας Γερμανίας και Λαοκρατικής Δημοκρατίας της Γερμανίας) – βρίσκεται εκείνη την περίοδο σε άνοδο. Το αμερικάνικο κεφάλαιο έχει διεισδύσει στην Ευρώπη με το Σχέδιο Μάρσαλ, προκειμένου να ισχυροποιήσει τον καπιταλισμό, που ήταν τσακισμένος οικονομικά από τον πόλεμο και να εμποδίσει την εξάπλωση του σοσιαλισμού, αφού το λαϊκό-επαναστατικό κίνημα, λόγω του πολέμου και της αίγλης του σοσιαλισμού, ήταν σε ανοδική πορεία. Οι ισχυρές καπιταλιστικές χώρες της Ευρώπης συνειδητοποιούν την ανάγκη συνένωσης των δυνάμεών τους στις συγκεκριμένες τότε συνθήκες της εποχής του ιμπεριαλισμού. Ως ανάγκη που προκύπτει και από την καπιταλιστική διεθνοποίηση και το διεθνή ανταγωνισμό, για να αναπτυχθούν οι οικονομίες τους, διεκδικώντας όσο γίνεται μεγαλύτερο μερίδιο στην παγκόσμια καπιταλιστική αγορά, τα όρια της οποίας μετά την εξάπλωση του σοσιαλισμού στένευαν, και να αντιμετωπίσουν επίσης την άνοδο του σοσιαλισμού στην Ευρώπη.

Έτσι, με την ενεργό συμμετοχή των ΗΠΑ στις εξελίξεις, στις 18 Απρίλη του 1951 υπογράφεται στο Παρίσι η ιδρυτική Συνθήκη της «Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άνθρακος και Χάλυβος» (ΕΚΑΧ) από τα έξι ιδρυτικά της μέλη – τη Γαλλία, τη Γερμανία, την Ιταλία, το Βέλγιο, την Ολλανδία και το Λουξεμβούργο. Ακολούθησε η Συνθήκη της Ρώμης (25 Μάρτη του 1957) για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας (ΕΟΚ) απ’ αυτά τα έξι κράτη-μέλη και της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας (EURATOM), των προγόνων της σημερινής Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Το δεύτερο μέρος θα δημοσιευθεί το Σάββατο 22/9/18