Τραμπ: Φορολογική πολιτική, προστατευτισμός και οικονομικός πόλεμος ΗΠΑ-Κίνας

Σε προεκλογικό επίπεδο ακόμα, το 2016, ο Ντόναλντ Τραμπ είχε αρχικά ταχθεί υπέρ ευρύτατων φορολογικών περικοπών προς όλους· μετά άλλαξε γνώμη και έκανε λόγο για πιθανή αύξηση συντελεστών στα υψηλά εισοδήματα και μείωση φορολογίας στα μεσαία και κατώτερα στρώματα. Το 2017 επέβαλε μείωση του συντελεστή φορολογίας επιχειρήσεων κατά 15%, από 35% σε 20% (παρ’ ότι ο πρόεδρος της Βουλής των Αντιπροσώπων, Πολ Ράιαν, άσκησε πίεση για μείωση κατά 20%). Ακόμα και αν οι υποψήφιοι πρόεδροι σπανίως τηρούν τις εξαγγελίες που κάνουν προεκλογικά, σε αυτό το σημείο ο Τραμπ τήρησε την προεκλογική του δέσμευση, ενώ αναμένεται περαιτέρω μείωση. Εκτός αυτού, δίνεται «φορο-αμνηστία» στα επαναπατριζόμενα κέρδη των πολυεθνικών εταιρειών και σημειώνεται τεράστια μείωση του φόρου κληρονομιάς στους πλουσιότερους Αμερικανούς.

Το νέο φορονομοσχέδιο ευνοεί μόνο τις επιχειρήσεις και τα υψηλά εισοδήματα, ενώ τα φτωχότερα κοινωνικά στρώματα μένουν απροστάτευτα. Εύστοχα έγινε αναφορά σε τμήματα του αστικού τύπου για «φορολογικό παράδεισο» και «δώρο στις επιχειρήσεις». Η εξόφθαλμη ταξική πολιτική του δισεκατομμυριούχου Τραμπ δεν πρέπει να προκαλεί έκπληξη. Όλα αυτά βέβαια παρουσιάστηκαν από τους Ρεπουμπλικάνους ως το όχημα για την αύξηση των επενδύσεων και την ενίσχυση της οικονομίας των ΗΠΑ (ο Τραμπ, σύμφωνα με δήλωσή του, είναι βέβαιος ότι οι ΗΠΑ μπορούν να επιτύχουν ένα διατηρήσιμο ρυθμό ανάπτυξης στο 3%).

Ευθύς εξαρχής, ο Τραμπ έκανε ξεκάθαρο ότι τάσσεται υπέρ του προστατευτισμού. Στράφηκε κατά της Συμφωνίας Ελεύθερου Εμπορίου Βορείου Αμερικής (NAFTA) και της προτεινόμενης Εμπορικής Συμφωνίας Χωρών του Ειρηνικού (TPP), που θα περιελάμβανε 12 χώρες (ΗΠΑ, Ιαπωνία, Σιγκαπούρη, κ.ά.) των δύο πλευρών του Ειρηνικού και οι οποίες αντιπροσωπεύουν το 40% του παγκόσμιας οικονομικής παραγωγής. Πολλοί εκτιμούσαν ότι ανάλογη στάση θα τηρούσε και ως προς την πολυαναμενόμενη Συμφωνία Ελευθέρου Εμπορίου μεταξύ ΗΠΑ και Ε.Ε. (TTIP) – συμφωνίες που έχουν βρει αντιμέτωπη και την Αριστερά, καθώς προωθούν τη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση. Για άλλη μια φορά ο Τραμπ φάνηκε συνεπής, αφού το 2017 απέσυρε τις ΗΠΑ από την TPP, ενώ τώρα φαίνεται πρόθυμος να ξαναρχίσει τις συνομιλίες για την TTIP.

Οι πολιτικές προστατευτισμού του Τραμπ έχουν προκαλέσει αναστάτωση, αφού θίγονται η Ε.Ε. (που είναι διατεθειμένη να προσφύγει στον ΠΟΕ), η Ιαπωνία και άλλες χώρες. Ο Τραμπ έβαλε από νωρίς στο στόχαστρο του και την Κίνα, υποστηρίζοντας μια αυστηρότερη δασμολογική πολιτική για τα κινεζικά προϊόντα. Η επιβολή τελωνειακών δασμών στην εισαγωγή χάλυβα και αλουμινίου είναι μάλλον μόνο η αρχή. Η Κίνα απείλησε με αντίποινα συμπεριλαμβανομένων μέτρων κατά των αμερικανικών εταιρειών που λειτουργούν εκεί και έχει ήδη προχωρήσει στην επιβολή δασμών σε 5.207 εισαγόμενα αμερικανικά προϊόντα συνολικής αξίας περίπου 60 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Οι ΗΠΑ έχουν απαιτήσει από το Πεκίνο, μεταξύ άλλων, τη μείωση του πλεονάσματος στο εμπορικό ισοζύγιο, μεγαλύτερη πρόσβαση των αμερικανικών εταιρειών στις κινεζικές αγορές, και μεγαλύτερη προστασία έναντι της διαδικτυακής πειρατείας. Βέβαια η απαίτηση των ΗΠΑ για «δίκαιες πρακτικές στο εμπόριο» είναι το πρόσχημα για την πολιτική εκφοβισμού που ακολουθεί ο Τραμπ. Ο πραγματικός λόγος είναι ότι η Κίνα επιθυμεί να αναπτυχθεί σε τομείς όπου οι ΗΠΑ είναι εδώ και δεκαετίες κυρίαρχες (λ.χ. ρομποτική).

Από την άλλη, ο Τραμπ αρχικά απαγόρευσε στη ZTE, τη μεγαλύτερη κινεζική εταιρεία τηλεπικοινωνιών να εξάγει τα προϊόντα της στις ΗΠΑ, ούτως ώστε να επιτρέψει στις μεγάλες εταιρείες τηλεπικοινωνιών των ΗΠΑ, όπως η Apple, να διατηρήσουν το μονοπώλιο τους εντός της αμερικανικής αγοράς. Εν τέλει, προφανώς αναλογιζόμενος τις πιθανές συνέπειες, αφού οι εξαγωγές αμερικανικών κινητών στην Κίνα αντιπροσωπεύουν το 14% των συνολικών τους εξαγωγών εκεί, αναγκάστηκε να παρέμβει προσωπικά ζητώντας από το υπουργείο Εμπορίου να σώσει την κινεζική εταιρεία.

Ωστόσο εκτός από το Αμερικανικό Εμπορικό Επιμελητήριο της Κίνας (ACCC) – το λόμπι αμερικανικών επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται εκεί – το οποίο απηύθυνε έκκληση για τον τερματισμό του οικονομικού πολέμου, ο κλιμακούμενος εμπορικός πόλεμος ΗΠΑ-Κίνας εσχάτως φαίνεται να έχει ανησυχήσει και μερικές από τις μεγαλύτερες επιχειρήσεις των ΗΠΑ που συνασπίστηκαν – «Αμερικανοί υπέρ του Ελεύθερου Εμπορίου» – για να διαμαρτυρηθούν για τα θιγόμενα συμφέροντά τους μιας και είναι πλέον αναγκασμένες να αγοράζουν ακριβότερα κινεζικά προϊόντα, όπως μηχανήματα και ηλεκτρονικά εξαρτήματα. Επίσης εναντίον της «συνοριακής (φορολογικής) προσαρμογής» έχει ταχθεί και ο επιχειρηματικός συνασπισμός «Americans for Affordable Products» που συμπεριλαμβάνει εταιρείες όπως η Walmart και η Nike. Ο Τραμπ μπορεί να έχει τη στήριξη της άρχουσας τάξης, υπάρχουν όμως τριγμοί και εσωτερικές αντιπαραθέσεις (και εντός του Ρεπουμπλικανικού κόμματος).

Οι εμπορικές πολιτικές του Τραμπ εκ πρώτης όψεως φαίνονται να στηρίζουν τις ρημαγμένες βιομηχανίες χάλυβα και αλουμινίου των ΗΠΑ και, κατ’ επέκταση, να οδηγούν σε αύξηση των θέσεων εργασίας, όμως η μείωση των θέσεων εργασίας σε αυτές ακριβώς τις βιομηχανίες τα προηγούμενα έτη είναι περισσότερο απότοκο της αυτοματοποίησης της εργασίας και της αναδιάρθρωσης παρά των εισαγωγών. Επιπλέον, δεδομένων των προαναφερθεισών αλλαγών στην φορολογία και τη γενικότερη απορρύθμιση των εργατικών δικαιωμάτων, των περιβαλλοντικών νόμων κ.ο.κ., στην καλύτερη των περιπτώσεων θα υπάρξει δημιουργία περιορισμένων χαμηλόμισθων εργασιών με μη ασφαλείς συνθήκες και καταστροφικές συνέπειες για το περιβάλλον και την υγεία των εργαζομένων. Σε αυτά, όπως και στην αναδιανομή εισοδήματος και ισχύος από κάτω προς τα πάνω, η αμερικανική εργατική τάξη μπορεί να αντιταχθεί αντιμετωπίζοντας το ζήτημα της παγκόσμιας υπερθέρμανσης, επικεντρώνοντας στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (ηλιακή, αιολική) και να αντικαταστήσει τα ορυκτά καύσιμα. Έτσι θα παρασχεθούν πολύ περισσότερες θέσεις εργασίας απ’ ότι με τις «ταρίφες» του Τραμπ.

Όσον αφορά στο συνολικότερο μέλλον της αμερικανικής υπερδύναμης, το ακόλουθο σχόλιο από την προσωπική ιστοσελίδα του Τζέιμς Πέτρας, πρώην καθηγητή κοινωνιολογίας στο πανεπιστήμιο Binghampton της Νέας Υόρκης και ειδικού στα ζητήματα της παγκοσμιοποίησης και των αριστερών κοινωνικών κινημάτων, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον:

«[Οι] πολιτικές του [Τραμπ] έχουν υπονομεύσει συμμάχους και προκαλέσει την εχθρότητα ανταγωνιστών και αντίποινα. Όλα τα προαναφερθέντα αυξάνουν το κόστος διαχείρισης μιας αυτοκρατορίας. Ο Τραμπ απέτυχε να παρέχει βιώσιμα υποκατάστατα των αγορών της Ε.Ε. και της Κίνας. Ούτε έχει εξασφαλίσει τις αγορές των εναπομεινάντων πελατών του στη Λατινική Αμερική. Η ιδέα ότι ο Τραμπ μπορεί να χτίσει “καπιταλισμό σε μια χώρα” είναι χίμαιρα. Στην καλύτερη των περιπτώσεων θα χρειάζονταν εκτεταμένη εκμετάλλευση των εργατικού δυναμικού των ΗΠΑ και υψηλοί ρυθμοί επένδυσης, θυσιάζοντας κέρδη και μισθούς. Η εκλογική ολιγαρχία και τα μέσα μαζικής επικοινωνίας θα τον εξαναγκάσουν να υποχωρήσει από τους εμπορικούς πολέμους και να παραδοθεί στις παγκοσμιοποιητικές ελίτ» (μετάφραση δική μου).

Δρ Νίκος Καρφάκης