Όλα κάτω από το χαλί

Με μαθηματικές πράξεις και αλχημείες η οικονομία μας πάει πολύ καλά ή ακόμη λίγο οι κυβερνώντες θα μας πουν ότι «πετά» κιόλας. Η πραγματικότητα όμως, δυστυχώς είναι άλλη. Τα κυπριακά νοικοκυριά στενάζουν κάτω από το βάρος των χρεών.

Σύμφωνα με την έκθεση της Κεντρικής Τράπεζας, η οποία δόθηκε στη δημοσιότητα την περασμένη βδομάδα, ο ιδιωτικός δανεισμός έχει μειωθεί στο 220% του ΑΕΠ και σύμφωνα με το κυβερνητικό στρατόπεδο, το 2018 υπήρξε μια αποφόρτιση της οικονομίας. Συγκεκριμένα στην κορύφωση της κρίσης, πριν δηλαδή από τέσσερα με πέντε χρόνια, το γενικό χρέος των νοικοκυριών, αλλά και των επιχειρήσεων ήταν πέραν του 350%, δηλαδή γύρω στα 70 δις και αρχές του 2018 μειώθηκε γύρω στα 48 δις ευρώ.

Παράλληλα, σημειώνουν τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια στο τραπεζικό σύστημα, από 21 δις ευρώ που ήταν στις αρχές του 2018, τώρα απέμειναν γύρω στα 10 δις και το ιδιωτικό χρέος προς τις τράπεζες μειώθηκε γύρω στο 50%.

Οι πιο πάνω δηλώσεις προκαλούν μια νότα αισιοδοξίας, όμως, άλλο είναι να παραμυθιάζουμε τον κόσμο βάζοντας τα προβλήματα κάτω από το χαλί και άλλο ποια είναι η πραγματικότητα.

Κι αυτό γιατί τα στοιχεία της Eurostat είναι εντελώς διαφορετικά από αυτά της Κεντρικής Τράπεζας. Η Ευρωπαϊκή Στατιστική Υπηρεσία, υπολογίζει το ιδιωτικό χρέος της Κύπρου στο 340% του ΑΕΠ, έχει δηλαδή μια διαφορά 120% από την ΚΤ. Ο λόγος που υπάρχει αυτή η διαφορά είναι γιατί η ΚΤ δεν εποπτεύει πλέον τα δάνεια τα οποία πωλήθηκαν από τις τράπεζες στα ιδιωτικά ταμεία και έφυγαν από το ισοζύγιο τους. Τα συγκεκριμένα δάνεια δεν εμπίπτουν στην αρμοδιότητα εποπτείας της ΚΤ, γι’ αυτό και δεν τα βλέπει, καθότι ανήκουν στα ταμεία που τα έχουν αγοράσει, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι ο δανεισμός των νοικοκυριών δεν υπάρχει.

Η καπιταλιστική οικονομία τους θα συνεχίσει να στραγγαλίζει τα πλατιά λαϊκά στρώματα και οι εργαζόμενοι να υποφέρουν, γιατί το χρέος των λαϊκών νοικοκυριών δεν εξαφανίστηκε, απλά «καθάρισαν» οι ισολογισμοί των τραπεζών. Ως εκ τούτου, οι αριθμοί δεν λένε πάντα την αλήθεια, αφού δεν αντικατοπτρίζουν την πραγματικότητα.

Η αλήθεια είναι ότι από το σύστημα έφυγε ένας μεγάλος βραχνάς που είναι το 50% των μη εξυπηρετούμενων δανείων και έτσι διασφαλίστηκε για άλλη μια φορά ο τραπεζικός τομέας.

Να θυμίσουμε ότι η Τράπεζα Κύπρου με την έγκριση της ΚΤ πώλησε σε επενδυτικά ταμεία δάνεια 3 δις, ενώ 7.2 δις, τα οποία περιλαμβάνουν και ένα δισεκατομμύριο τερματισμένα δάνεια του Συνεργατισμού, έχουν μεταφερθεί στο νεοσύστατο φορέα.

Τι γίνεται με όλα αυτά τα δάνεια που έχουν πωληθεί και μεταφερθεί; Θα γίνει απομείωση των δανείων και σε ποιο ποσοστό; Θα τύχουν οι δανειολήπτες καλύτερων και ευνοϊκότερων συνθηκών, αφού τα συγκεκριμένα ταμεία αγόρασαν τα δάνεια με μεγάλη έκπτωση; Θα αφαιρεθούν οι παράνομες υπερχρεώσεις στις οποίες προέβαιναν για χρόνια τα τραπεζικά ιδρύματα προς τον κόσμο, οι οποίες δυστυχώς διόγκωσαν το πρόβλημα του ιδιωτικού δανεισμού;

Προς το παρόν ούτε το πολυδιαφημισμένο σχέδιο ΕΣΤΙΑ κατατέθηκε στη Βουλή, αλλά ούτε και το νομοσχέδιο για το Φορέα των μη εξυπηρετούμενων δανείων, ώστε να γνωρίζει ο λαός τις πρόνοιες τους. Και κανένας πλέον δεν μπορεί να εμπιστευθεί την κυβέρνηση ότι θα τηρήσει τις δεσμεύσεις της, τις οποίες εξαγγέλλει κατά καιρούς, αλλά σχεδόν καμιά δεν υλοποιεί. Ότι εξαγγέλλει και γίνεται πράξη, αφορά μόνο ότι εξυπηρετεί το μεγάλο κεφάλαιο, οι εξαγγελίες που αφορούν την πλειοψηφία των εργαζομένων και του λαού, γίνονται πάντα μόνο για λαϊκή κατανάλωση.

Να τονίσουμε πως την περίοδο της κρίσης, χάθηκαν τα εισοδήματα του λαού – λόγω μειώσεων των μισθών και απολύσεων – και δεν έχουν επανέλθει, ώστε οι δανειολήπτες να αντεπεξέλθουν των δόσεων τους. Κατά τη διάρκεια της κρίσης, το ΑΕΠ απώλεσε το 11% και σιγά σιγά αυξάνεται. Όμως, η αύξηση του ΑΕΠ δεν συμβαδίζει με την αύξηση των μισθών ή με το διαθέσιμο εισόδημα. Επίσης μπορεί η ανεργία να έχει μειωθεί, αλλά πέραν του ότι το ποσοστό της παραμένει σημαντικό, επιπρόσθετα, οι μισθοί των εργαζομένων κατρακύλησαν και η μέση αγοραστική δύναμη βρίσκεται στο επίπεδο του 1996.

Άλλο είναι λοιπόν η εργασία, άλλο η αξιοπρεπής εργασία και άλλο η προώθηση της πώλησης φτηνής εργατικής δύναμης.