Ζητιάνοι της εποχής μου

Σήμερα που’ ναι Κυριακή, θέλω να βγάλω μια κραυγή, μα θα ήθελα να είναι σαν αυτήν που ξεφωνίζουν τα παιδάκια στη γειτονιά από τα χαράματα. Φέρνει ετούτη η αναπόληση εποχές που οι δρόμοι και οι αλάνες στο χωριό, ήταν άνθρωποι και μιλούσαν, φώναζαν, τσακώνονταν, μάτωναν και ερωτεύονταν. Τότε που ξυπνούσες το πρωί και ρουφούσες με βιασύνη το φλιτζάνι με το γάλα της Μάνας και έφευγες τρέχοντας για την αυλή της εκκλησιάς, το σημείο μάζωξης. Δεν κρατούσε κανείς ρολόι, ημερολόγιο, τηλέφωνο για να διευθετηθούν οι συναντήσεις. Ούτε οι μανάδες συνεννοούνταν μεταξύ τους για να βρεθούν τα παιδάκια τους να παίξουν. Διότι δεν ήταν παιδάκια αυτά για τα οποία μιλώ. Ήταν οι άρχοντες των δρόμων και της κάθε γωνιάς του χωριού. Αλώνιζαν κυριολεκτικά κάθε αυλή, κάθε αλάνα, κάθε ήλιο και κάθε ίσκιο που γεννιόταν ή χανότανε. Ανυπομονούσαν να μεγαλώσουν και να αλωνίσουν κάθε δρόμο και κάθε γωνιά τριγύρω, να αλλάξουνε τα ρολόγια, τη φορά των δρόμων, να μπογιατίσουν τα σχολειά κόκκινα, να αλλάξουν τις αργίες, να δώσουν βιβλία σε όλους. Με τέτοια παιδιά μεγάλωσα, κάποια εξ αυτών απέτυχαν παταγωδώς να ωριμάσουν, ίσως κι εγώ μαζί τους. Θα φταίνε οι δρόμοι της εποχής, οι δυνατές φωνές, οι καυγάδες, τα όνειρα και τα όσα πίστεψαν κάποια στιγμή.

Φυσικά, ομολογώ πως πλέον δεν ξέρω γιατί χάθηκαν οι φωνές και οι καυγάδες των παιδιών στους δρόμους. Ένας φίλος μου έλεγε πως αυτές χάθηκαν εντελώς, όχι μόνο από τα παιδιά. Μα εγώ που ταξίδεψα πολύ με το μυαλό και με το σώμα, ξέρω πως ακόμα υπάρχουν γειτονιές που τα παιδιά φωνάζουν, γελούν, ματώνουν τα γόνατα και ξεγελούν τις μανάδες τους να βγουν, να μετρηθούν στις αλάνες. Ίσως και οι μάνες αυτές να τα σπρώχνουν. Γειτονιές ενός κόσμου που χαρακτηρίστηκε «τρίτος», ούτε δεύτερος, ούτε πρώτος. Παραδίπλα για παράδειγμα, στη Συρία, στην Αίγυπτο, στη Λιβύη, άκουσα πως τα παιδιά ξεφωνίζουν ακόμα στους δρόμους. Δεν κατάλαβα όμως γιατί..

Σήμερα που είναι Κυριακή λοιπόν, και ψάρεμα δεν πήγα, ξύπνησα από τις φωνές των παιδιών της γειτονιάς. Θα γέρασα, δεν εξηγείται αλλιώς. Τι είναι αυτές οι αρλούμπες που γράφω. «Θέλω μόνο να μου πείτε γιατί μας μεταχειρίστηκαν με αυτό τον τρόπο…». Μας άφησαν και γεράσαμε νωρίς Γιώργο, προώρος… Τι να απαντήσεις όμως στο Λειβαδίτη και στον Αναγνωστάκη;

Οι φίλοι μου λοιπόν, αυτοί που τσακωνόμαστε ποιος θα ανέβει να κατεβάσει τη μπάλα από τα κεραμίδια του γείτονα. Ποιος θα πάει πρώτος στην αλάνα να φτιάξει τα αυτοσχέδια δοκάρια, ποιος θα μπει στο νεκροταφείο τα μεσάνυχτα. Σήμερα είτε δεν πάνε γήπεδο, είτε καμαρώνουν που εξασφάλισαν κάρτα φιλάθλου Δεν θυμούμαι πόσοι διάβαζαν, μα θυμούμαι καλά πως άμα κουράζονταν και έγερναν σε κανένα τοίχο της εκκλησιάς που είχε ίσκιο, συζητούσαν για ιδέες, για ταξίδια και σε κάποια φάση έμαθαν και τη λέξη επανάσταση και άλλα τέτοια. Έφτιαξαν και συμμορίες, έστησαν και τοίχοι, έσκαβαν και προχώματα. Ήταν ο πόλεμος κοντά, εξάλλου τους περισσότερους αυτός τους έφερε στη γειτονιά μου. Ξεχώριζες τους φίλους από τα σημάδια και τις πληγές στα πόδια και στις αγκώνες. Το να έχεις ματώσει όμως δεν ήταν και άξιο λόγου τότε. Σήμερα, το να κάνεις το οποιοδήποτε αυτονόητο, είναι αφορμή να το παινευτείς ή να βρίσεις όσους δεν συμμετείχαν.

Γίναμε μια σύγχρονη κοινωνία ζητιάνων. Άλλος θα έλεγε, σκλάβων, μα ο σκλάβος υποτάχτηκε δια της βίας και όχι κατόπιν επιλογής. Κάποιος πάλι θα μπορούσε να αντιτάξει με σθένος, πως και ο ζητιάνος, είναι αποτέλεσμα των κοινωνικο-οικονομικών συνθηκών.

Μέχρι και το έτος 2018, καμιά κοινωνικό-οικονομική συνθήκη δεν απαγόρευσε την ζητιανιά στον «ελεύθερο κόσμο». Κι αν πάλι δεν κάνω λάθος, η μόνη περίοδος απαγόρευσης της, ήταν περίοδος οικοδόμησης σοσιαλισμού σε ένα μέρος του πλανήτη. Που δεν υπάρχει σήμερα. Άρα η ζητιανιά είναι ελεύθερο και ανεμπόδιστο δικαίωμα.

Σήμερα ζητιανεύουμε τα πάντα, μα εσχάτως, απλώνουμε το χέρι της όποιας αξιοπρέπειας μας, για να λάβουμε την ελεημοσύνη των ημερομηνιών και των επετείων, των συμβόλων και των χρωματισμών. Πρόσφατα για παράδειγμα, βρίσαμε τη Χούντα των Αθηνών, καταραστήκαμε το δικό μας Ιούλη, τιμήσαμε τη μέρα της ανεξαρτησίας. Σήμερα θα τιμήσουμε τον Βλαντίμιρ Ίλιτς Λένιν, αύριο το Μάρτιν Σουλτς, δεν ξέρω.

Ταξιδεύω συχνά, μεταφορικά και κυριολεκτικά, ώστε να μας δω τι λέμε και τι κάνουμε τις μέρες και τις ώρες που δεν έχουμε ημερομηνίες και επετείους να βρίσουμε και να ζητωκραυγάσουμε.

Αντιλαμβανόμαστε τους ήχους των ημερομηνιών που έρχονται χωρίς δυσκολία, τα μάθαμε αυτά. Δυσκολευόμαστε πολύ να αντιληφθούμε τα σημάδια, τους ήχους και τις κραυγές των γεγονότων που διαδραματίζονται. Εκτός κι αν μπει φωτογραφία. Αυτήν την αναπαράγουμε άμεσα. Μάθαμε να ζητιανεύουμε δικαίωμα στο χειροκρότημα, θέση στο ακροατήριο, μερίδιο στο χαβαλέ, εισιτήριο στη κερκίδα της δικής μας αγέλης. Με απλωμένο χέρι, δεν γράφετε ιστορία άξια να δημιουργήσει συνθήκες εξάλειψης της ζητιανιάς μας.

Και τολμώ να μαρτυρήσω πως σε συνθήκες προσφυγιάς και βασικών ελλείψεων, κανένα παιδί δεν ζητιάνεψε, τουλάχιστο μπροστά μου. Κάτι τέτοιο εγώ δεν είδα. Αυτό που είδα, ήταν παιδιά που έτρεχαν, που έβριζαν, που πανηγύριζαν τα γκολ με ξεφωνητά, που ερχόντουσαν στο γήπεδο με τα πόδια, πότε παρέα, είτε το καθένα μοναχό του. Κανένας γονιός δεν έφερε παιδί στο γήπεδο για να παίξει. Ήταν παιδιά, ζούσαν στο δρόμο, απλά πήγαιναν σπίτι για φαί και ύπνο. Τέτοια παιδιά γνώρισα στα πρώτα μου.

Πως καταλήξαμε σήμερα ζητιάνοι και φύλακες των παιδιών, σε κελιά που χτίσαμε με χρέη; Συμμορφωμένοι με τον άγραφο νόμο της σιωπής και της τάξης; Ποιας τάξης όμως; Αυτή την τάξη δεν στοχεύσαμε ώστε να φέρουμε άνω κάτω; Πείτε μου τι φοβόμαστε και σκοτώσαμε τα όνειρα. Πείτε μου τι πιστέψαμε και ξεπουλήσαμε το δίκιο του λαού μας, συζητώντας για μια επανένωση του τόπου η οποία διαχωρίζει το λαό γεωγραφικά, πολιτικά, οικονομικά. Πείτε μου γιατί αντέχουμε να διαβάζουμε και να διαδίδουμε ευρωπαϊκές στατιστικές που μετράνε τη φτώχεια στο νησί, καταγράφοντας την σε χιλιάδες ανθρώπους. Γιατί εμείς – όπως κι ας το αντιλαμβάνεται κανένας – δεν αντιστεκόμαστε σε καμιά νέα τάξη, μα συνηγορούμε στην ανοικοδόμηση του καπιταλισμού που έφτιαξε τη φτώχεια και συντηρεί το διαχωρισμό;