Η «ασπιρίνη» κομμένη στο μονοπωλιακό καπιταλισμό της ΕΕ

Η ΕΕ στα πλαίσια των κανονισμών ελέγχου των προϋπολογισμών των κρατών μελών, απέρριψε τον προϋπολογισμό της Ιταλίας πριν αυτός ψηφιστεί στη Βουλή. Πρόκειται για την πολιτική Εξαμήνου, όπως ονομάζεται ο κανονισμός με τον οποίο η ΕΕ από το ξέσπασμα της κρίσης βάζει χέρι και στο βραχυχρόνιο προγραμματισμό των κρατών, όταν αυτός υπερβαίνει τους στρατηγικούς σχεδιασμούς που έχουν συμφωνηθεί στο διευθυντήριο των ευρωπαϊκών μονοπωλίων, στις Βρυξέλλες, από όλα τα κράτη.

Η νέα συντηρητική δεξιά κυβέρνηση της Ιταλίας, εισάγει μέτρα, που παρά το ότι διατηρούν το έλλειμμα εντός των δεικτών του Μάαστριχτ (3% το όριο, 2,4% το έλλειμμα με τα νέα μέτρα), δεν μειώνουν το δημόσιο χρέος της τρίτης μεγαλύτερης οικονομίας (130%). Τα μέτρα που προτίθεται να λάβει η λαϊκιστική δεξιά της Ιταλίας, όχι μόνο δεν είναι ριζοσπαστικά (δεν αμφισβητούν αντιλαϊκές στρατηγικές προτεραιότητες, τα ιταλικά μονοπώλια δεν θα θιχτούν καθόλου), αλλά παίζουν με πενταροδεκάρες σε σχέση με το ύψος του παραγόμενου πλούτου της χώρας. Η κυβέρνηση δεν θα υλοποιήσει δεσμεύσεις περαιτέρω αύξησης του ΦΠΑ και του ορίου αφυπηρέτησης, κάτι που έγινε πολλαπλώς σε ολόκληρη της ΕΕ και ειδικά στα κράτη παρίες περιλαμβανομένης της Κύπρου, της Ελλάδας, της Πορτογαλίας και της Ιρλανδίας.

Το διευθυντήριο των Βρυξελλών απειλεί θεούς και δαίμονες με επικεφαλής Γιούνγκερ-Μοσκοβισί, Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, Γερμανία και Γαλλία, προειδοποιώντας με κυρώσεις, ενώ ήδη τα spreads των δανειστών για Ιταλία έχουν καταστήσει αδύνατο και μη βιώσιμο το χρέος της χώρας σε περίπτωση που η κυβέρνηση δεν υποκύψει.

Οι επιφανειακές αλλαγές της ιταλικής κυβέρνησης γίνονται για να επιβεβαιώσουν την άνοδο της λαϊκιστικής αλά Τράμπ παραδοσιακής δεξιάς στην Ευρώπη, διασφαλίζοντας την υποστήριξη λαϊκών στρωμάτων, ενώ την ίδια στιγμή στηρίζονται στο μεγάλο κεφάλαιο της χώρας.

Από την άλλη, η νέα αρχιτεκτονική της ΕΕ και της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης, όπως έχει εγκριθεί μετά το ξέσπασμα της καπιταλιστικής κρίσης, επιβεβαιώνει ότι ούτε οι πιο αμυδρές αλλαγές επιτρέπονται στα κράτη, ακόμα κι αυτές που δεν αμφισβητούν τους δείκτες της Συνθήκης του Μάαστριχτ, η οποία θεμελιώνει το μονοπωλιακό οικοδόμημα στην ΕΕ, εις βάρος των εργαζομένων και των λαών της Ευρώπης.

Εκείνες οι δυνάμεις που αρνούνται να δουν την αλήθεια της λαϊκής ασφυξίας από το σφιχταγκάλιασμα της ένωσης του χρηματιστικού κεφαλαίου, των βιομηχάνων και των τραπεζιτών, της Ένωσης που ποδηγετεί κάθε μικρή έστω αλλαγή, όσες δυνάμεις δεν αμφισβητούν το εκμεταλλευτικό σύστημα που αναπαράγει τις ανισότητες σε Κύπρο και Ευρώπη, ενώ από την άλλη ισχυρίζονται ότι κινούνται στη βάση της διαλεκτικής και του ιστορικού υλισμού, τότε απλά παρασύρουν τις μάζες σε ένα «παιχνίδι» νομιμοποίησης αυτής τούτης της αδικίας και της συνεχιζόμενης φτωχοποίησης του λαού.

Αυτή η παραδοχή, είναι δίκαιο να γίνει γιατί είναι αληθινή: η απλή διαχειριστική εναλλαγή στην πολιτική εξουσία σε συνθήκες μονοπωλιακού καπιταλισμού, ούτε ασπιρίνη δεν παρέχει στον ασθμαίνοντα φτωχό και μικρομεσαίο που απλά συνεχίζει (όσο μπορεί) να δανείζεται για να βγάλει τα προς το ζειν.

Ακόμα χειρότερα, ανεπαισθήτως ή συνειδητά, θα αποτελούν πρωτεργάτες της ανόδου τόσο λαϊκιστικών-φασιστικών τάσεων, όσο και της πολιτικής των λεγόμενων δύο άκρων που στοχεύουν να ταυτίζουν τους γνήσιους αγώνες για λαϊκή χειραφέτηση με τον εθνικοσοσιαλισμό.