Ο διάλογος για την παιδεία

Τους τελευταίους μήνες η κυπριακή κοινωνία παρακολούθησε την αντιπαράθεση του Υπουργείου Παιδείας με τους εκπαιδευτικούς για τον «εξορθολογισμό», δήθεν, της δημόσιας εκπαίδευσης. Η κυβέρνηση και το Υπουργείο Παιδείας με οργανωμένο τρόπο ανέδειξαν και προέβαλαν θέματα που δεν είχαν να κάνουν με τα ουσιαστικά προβλήματα της εκπαίδευσης, αλλά έπλητταν τις εργασιακές σχέσεις των εκπαιδευτικών και αφαιρούσαν από τους εκπαιδευτικούς κάποιες ώρες που τους δίνονται για καλύτερη και πιο ομαλή λειτουργία του σχολείου.

Η κυβέρνηση με την υποστήριξη του Γενικού Ελεγκτή, της ΟΕΒ, του Αρχιεπισκόπου, μέρους των οργανωμένων γονέων και του πρύτανη του Πανεπιστημίου Κύπρου προσπάθησε, και ως ένα βαθμό πέτυχε, αυτό που είχε ως αρχικό της στόχο. Την απαξίωση των εκπαιδευτικών, τον εξευτελισμό τους και να τους χρεώσει την κύρια ευθύνη για τα προβλήματα της εκπαίδευσης. Για να μιλήσουμε και με ποδοσφαιρικούς όρους, ο αγώνας άρχισε με το κυβερνητικό στρατόπεδο να ασκεί μια ανελέητη επίθεση. Από την πλευρά τους οι εκπαιδευτικές οργανώσεις βρισκόταν συνεχώς σε θέση άμυνας και αντί να αναδείξουν τα μεγάλα προβλήματα της εκπαίδευσης, σύρθηκαν σε ένα δήθεν «διάλογο» για 3-4 ζητήματα. Ήταν φανερό ότι από αυτό τον διάλογο θα έβγαιναν χαμένοι, όπως και έγινε.

Οι εκπαιδευτικές οργανώσεις πρόβαλαν στη συνέχεια την υπεράσπιση του δημόσιου σχολείου, γενικά και αόριστα χωρίς να εξηγούν τι είναι αυτό το σχολείο, ποιον υπηρετεί, ποιο είναι το όραμα τους για την παιδεία. Η αλήθεια είναι ότι πολλές από τις εκπαιδευτικές οργανώσεις όταν μιλάνε για δημόσιο σχολείο – με τις διαφορές τους φυσικά – εννοούν το αστικό σχολείο ενταγμένο στις απαιτήσεις της αγοράς, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των βιομηχάνων. Προφανώς τα παιδιά των λαϊκών οικογενειών, δεν έχουν καμία σχέση με ένα τέτοιο τύπο σχολείου. Τα προβλήματα ακαταλληλότητας των σχολείων, αντισεισμικής προστασίας, ασφάλειας των μαθητών, ενώ έπρεπε να βρίσκονταν στην ημερήσια διάταξη, αναδείχτηκαν προς το τέλος χωρίς να αποτελέσουν αντικείμενο διαλόγου.

Με τα μέτρα του Υπουργείου Παιδείας επίσης, έμειναν αδιόριστοι για τη φετινή χρονιά 200 περίπου εκπαιδευτικοί. Αυτό το σημείο, που έπρεπε από την αρχή να αποτελέσει «casus belli» για τις ηγεσίες των εκπαιδευτικών, υποβαθμίστηκε, δεν ήρθε ποτέ στην επιφάνεια και πέρασαν λογικές «μην περιμένετε να τα πάρουμε όλα εδώ που φτάσαμε» και πρέπει να δείξουμε «ευελιξία». Λογικές δυστυχώς που σπέρνουν την ηττοπάθεια, τη μοιρολατρία και δεν βοηθούν στη δημιουργία αγωνιστικής διάθεσης με προοπτική βαθύτερων αλλαγών στην εκπαίδευση και την ανάπτυξη του κινήματος.

Αυτό που έδειξε ο αγώνας των εκπαιδευτικών είναι ότι τα προβλήματα δεν επιλύονται αν δεν τα αντιμετωπίζεις με όρους ταξικής πάλης. Οι «κοινωνικοί εταίροι» θα σε φάνε λάχανο, όπως γίνεται πάντοτε με όλους τους κλάδους των εργαζομένων, και έχει δείξει η ίδια η εμπειρία. Τα πράγματα γίνονται ακόμα πιο δύσκολα όταν απουσιάζουν οι συνδικαλιστικές παρατάξεις που θα μπουν μπροστά δείχνοντας το δρόμο του αγώνα.

Το σύστημα δεν ενδιαφέρεται για την αναβάθμιση της δημόσιας δωρεάν εκπαίδευσης στο σύνολό της, αλλά για το αντίθετο. Οι εξαγγελίες του Υπουργού Παιδείας ανοίγουν το δρόμο για τη συνολική αναδιάρθρωση της εκπαίδευσης. Πρόκειται για ρυθμίσεις που επιβάλλονται από τη συνολική αναδιάρθρωση του συστήματος στα πλαίσια της ΕΕ και σύμφωνα με τις επιταγές του ΟΟΣΑ και της Παγκόσμιας Τράπεζας για την παιδεία. Στόχος και κατεύθυνση είναι η προσαρμογή της εκπαίδευσης στις απαιτήσεις του μεγάλου κεφαλαίου και το πέρασμα της μόρφωσης στην ιδιοκτησία του. Μέσα απ’ αυτή τη διαδικασία επιδιώκουν την ένταση των ταξικών φραγμών στη μόρφωση, τη δημιουργία των λίγων εκλεκτών και υποταγμένων στα συμφέροντά τους επιστημόνων – ερευνητών, ως αναγκαίων στελεχών για την ανάπτυξη της δράσης τους και τη μεγάλη μάζα των ειδικά καταρτισμένων σε ένα και μοναδικό αντικείμενο. Αυτό δεν απαιτεί ολοκληρωμένη μόρφωση, ούτε μεγάλο κόστος, έχει όμως τη δυνατότητα παραγωγής της απαραίτητης εξειδικευμένης εργατικής δύναμης για τα σύγχρονα μέσα παραγωγής και μάλιστα απόλυτα εξαρτημένης από την εξειδίκευσή της, άρα και υποταγμένης στις αδηφάγες διαθέσεις των πολυεθνικών.

Η πιο πάνω προοπτική δε θα στηριχτεί σε μια δημόσια εκπαίδευση που να ανταποκρίνεται στις σύγχρονες απαιτήσεις. Συνεπώς, το αστικό κράτος θα υποβαθμίζει συνεχώς το σχολείο και τους εκπαιδευτικούς και θα αδιαφορεί για τη μόρφωση των παιδιών από την εργατική τάξη και τα άλλα λαϊκά στρώματα. Μόρφωση θα παίρνουν οι έχοντες και κατέχοντες το χρήμα και την εξουσία.

Αυτό που επιβάλλεται είναι να υπάρξει ένας διαρκής αγώνας για τα προβλήματα της εκπαίδευσης, που θα αγκαλιάσει όλους τους εργαζόμενους, ανοίγοντας ένα ουσιαστικό διάλογο για τι σχολείο θέλουμε και πως μπορούμε να το πετύχουμε. Κόντρα στους μονόδρομους της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του κεφαλαίου!