Εξαίρεση των πιστωτικών ιδρυμάτων από το νόμο περί τοκογλυφίας

Τελικά, οι μεγάλοι τοκογλύφοι δρουν νόμιμα και αρκετές φορές μάλιστα, με τις ευλογίες δυστυχώς των νομοθετών μας. Νομοθέτες, βουλευτές που ψηφίστηκαν για να προασπιστούν τα συμφέροντα του λαού, ψηφίζουν υπέρ των Χρηματοπιστωτικών Ιδρυμάτων ή τηρούν αποχή, μετά από θεατρικές παραστάσεις στη Βουλή.

Και όμως τολμούν ακόμα να κυκλοφορούν ανάμεσα μας, τολμούν να σε κοιτούν στα μάτια και να σου λένε πως σε εκπροσωπούν.

Από τη δημιουργία της Κυπριακής Δημοκρατίας, το αστικό κράτος φυσιολογικά φρόντισε να δώσει όσα περισσότερα όπλα στις τράπεζες, αφήνοντας εκτεθειμένο τον απλό κόσμο. Στην πορεία τα εφόδια των τραπεζών αυξάνονταν, όπου υπήρχε παράθυρο έπρεπε να κλείσει, να μην μπορεί να ξεφύγει όποιος έπεφτε στα χέρια τους.

Μέχρι το 2011 περνούσανε αθόρυβα και σχετικά ανώδυνα χωρίς να ενημερώνεται ο λαός και κυρίως χωρίς να μιλά κανένας εκ μέρους του. Με το ξέσπασμα της τραπεζικής κρίσης το 2011, έπρεπε να διασφαλίσουν πως οι ζημίες τους θα μετατρέπονταν σε δημόσιες και τα κέρδη τους θα παρέμεναν ιδιωτικά. Και αυτό μόνο μέσω της Βουλής μπορούσε να επιτευχθεί νόμιμα.

Έπρεπε μέσα από μνημόνια, μελετημένες προτάσεις νόμου και «αθώες» τροποποιήσεις, να εξασφαλίσουν τη βιωσιμότητα τους. Οι εποχές απαιτούσαν θυσίες, όχι από τους υπεύθυνους, αλλά από το λαό, που έπρεπε να πληρώσει τις ζημίες με το αίμα του.

Στις 8/12/2011 με 22 ψήφους υπέρ από την κοινοβουλευτική ομάδα του ΔΗΣΥ και του ΔΗΚΟ και 19 ψήφους αποχή από το ΑΚΕΛ και το ΕΥΡΩΚΟ, πέρασε η εξαίρεση των Πιστωτικών Ιδρυμάτων από τον Νόμο περί Τοκογλυφίας.

Ο ΔΗΣΥ έθεσε ως πρόσχημα για την εξαίρεση των πιστωτικών ιδρυμάτων, την επιβολή των επιτοκίων εκ μέρους των τραπεζών, ως αντίκρισμα του υψηλού κινδύνου των επενδύσεων τους. Το επιτόκιο όμως, δεν αντιπροσωπεύει μόνο τον κίνδυνο της επένδυσης, αλλά και το ύψος της νόμιμης αισχροκέρδειας. Επιβράβευσε η Βουλή μας, με αυτή τη λογική, τις επενδύσεις υψηλού κινδύνου και το κόστος το παίρνει ο οφειλέτης και όχι αυτός που παίρνει την απόφαση, δηλαδή η τράπεζα.

Και διερωτάσαι, ποια η διαφορά του ρίσκου που παίρνει ένας κοινός τοκογλύφος και δεν εξαιρέθηκε επίσης ή μήπως ήταν για προστασία του «ανταγωνισμού»; Ακούσαμε σαν επιχείρημα πως ελέγχονται από την Κεντρική Τράπεζα! Η οποία οφείλει κάθε τρίμηνο να δημοσιοποιεί τα επιτόκια της αγοράς. Το επιτόκιο αναφοράς διέπεται από το άρθρο 314(α)-(γ) του ποινικού κώδικα που αφορά την τοκογλυφία. Η Ευρωπαϊκή Ένωση που τόσο τους αρέσει να επικαλούνται, επιτρέπει το πλαφόν στα επιτόκια, υπήρξαν μεμονωμένες προτάσεις βασισμένες στις οδηγίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης για αυτό το ζήτημα, αλλά η πολιτική βούληση δεν βρίσκεται πουθενά.

Η εποπτεία της Κεντρικής Τράπεζας θα έπρεπε να ήταν η δικλείδα ασφαλείας, για εφαρμογή της νομοθεσίας που σε καμία περίπτωση δεν θα έπρεπε να προνοεί την εξαίρεση τους, καταργώντας κάθε μοχλό πίεσης προς τις τράπεζες. Στην πορεία διαφάνηκε και ο ρόλος της Κεντρικής και της συγκάλυψης που παρείχε.

Το 2016 κατατέθηκε πρόταση νόμου για τροποποίηση του περί Ποινικού Κώδικα Νόμου, ώστε οι διατάξεις που αφορούν την τοκογλυφία να εφαρμόζονται και για τα πιστωτικά ιδρύματα. Στην πορεία της συζήτησης έγιναν τέτοιες τροποποίησες, που και ο κάθε νομικά ανίδεος μπορούσε να αντιληφθεί πως στόχος δεν ήταν η προστασία του δανειολήπτη, αλλά η τελική αναπομπή του νόμου από τον Πρόεδρο σαν αντισυνταγματικός μετά τη ψήφιση του.

Με τακτικές που πλέον είναι αναγνωρίσιμες, αντί να καταργηθεί απλά η εξαίρεση, βάλανε κριτήρια, ύψος ποσών και είδος δανείων. Για άλλη μια φορά η Βουλή λειτούργησε ανεύθυνα, για να μην πω εγκληματικά υπέρ των τραπεζών, ικανοποιώντας ταυτόχρονα το λαϊκό αίσθημα, «πως προσπάθησε, αλλά δεν τα κατάφερε».

Το Ανώτατο αναφέρει: «Σύμφωνα με την ομόφωνη απόφαση της πλήρους Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου που εκδόθηκε σήμερα, ο υπό αναφορά Νόμος καταστρατηγεί το δικαίωμα του “συμβάλλεσθαι ελευθέρως” και επομένως βρίσκεται σε αντίθεση και είναι ασύμφωνος προς τις διατάξεις του Άρθρου 26 του Συντάγματος και επομένως είναι αντισυνταγματικός και άκυρος».

«Το Δικαστήριο αντιλαμβάνεται τον κοινωνικο-οικονομικό στόχο του υπό Αναφορά Νόμου, αλλά θεωρεί ότι ο στόχος αυτός θα πρέπει να επιτευχθεί με τον συνταγματικά, ορθό τρόπο», καταλήγει η απόφαση του Ανωτάτου.

Ένας συνταγματικός τρόπος που δεν έγινε προσπάθεια ξανά από τότε να εξευρεθεί.

Η αναπομπή βόλεψε όλους. Οι μεν προσπάθησαν, οι δε διασφάλισαν τη συνταγματικότητα.

Η εξαίρεση των τραπεζών από αυτό το ποινικό αδίκημα, είναι παραβίαση της συνταγματικής αρχής της Διάκρισης και η Γενική Εισαγγελία έπρεπε να το γνώριζε, αλλά δυστυχώς βλέπουμε τη συνταγματικότητα πάντοτε να κρίνεται βάσει των συμφερόντων του κεφαλαίου.