Εργαζόμενοι από τρίτες χώρες…

Το Τρίτο Μάτι
Εντελώς τυχαία, ακούω τις προάλλες σε πρωινή ραδιοφωνική εκπομπή, συζήτηση μεταξύ συντεχνιακού και δημοσιογράφου. Έκπληκτος πραγματικά, ακούω τον συντεχνιακό να λέει ότι διαμαρτύρονται οι Κύπριοι εργαζόμενοι, γιατί το Υπουργείο Εργασίας έδωσε άδειες εργασίας σε αλλοδαπούς από τρίτες χώρες, δηλαδή σε πολίτες χωρών εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης, σε συγκεκριμένη επιχείρηση. «Αυτό δημιουργεί τις προϋποθέσεις για να χαθούν αρκετές από τις υφιστάμενες θέσεις εργασίας που κατέχουν Κύπριοι εργαζόμενοι, διότι το κόστος για την επιχείρηση όταν εργοδοτεί αλλοδαπούς από τρίτες χώρες είναι μειωμένο κατά 50%», είπε. Άρα αυτοί οι εργαζόμενοι αμείβονται πολύ λιγότερα για την ίδια εργασία που κάνουν Κύπριοι συνάδελφοι τους και έχουν και λιγότερα δικαιώματα. Η δημοσιογράφος κατανοεί πλήρως τις ανησυχίες του συντεχνιακού, ο οποίος δεν αποκλείει τα απεργιακά μέτρα αν δεν ανακληθούν οι άδειες. Τα ίδια τονίζονται σε ανακοίνωση της συντεχνίας.

Καταρχήν βλέπουμε να διαχωρίζονται οι εργαζόμενοι με βάση την καταγωγή Κύπριοι – Κοινοτικοί – Τρίτες χώρες και να υπάρχει η παραδοχή ότι οι εργαζόμενοι από τρίτες χώρες μειώνουν το κόστος της επιχείρησης κατά 50%. Και ενώ θα περίμενε κανείς η συντεχνία να προσπαθήσει να εντάξει τους αλλοδαπούς στις τάξεις της, να απαιτήσει να αμείβονται το ίδιο, να έχουν τα ίδια δικαιώματα με τους Κύπριους συναδέλφους τους και να προειδοποιήσει με απεργιακά μέτρα αν αυτό δεν γίνει, απαιτεί να ανακληθούν οι άδειες εργασίας των οικονομικών μεταναστών, οι οποίοι θα προκαλέσουν απολύσεις Κυπρίων εργατών!!!

Άρα εχθρός μας είναι οι ξένοι μετανάστες που μας παίρνουν τις δουλειές και όχι η εργοδοσία, το κεφάλαιο που εκμεταλλεύεται την εργατική μας δύναμη για να κάνει υπερκέρδη; Έχω την εντύπωση ότι τα ίδια επιχειρήματα χρησιμοποιούν όλα τα ακροδεξιά κόμματα, της Χρυσής Αυγής και του ΕΛΑΜ συμπεριλαμβανομένων. Ας μην απορούν λοιπόν κάποιοι γιατί το ΕΛΑΜ καταγράφει ανοδική τάση. Άθελα τους, ίσως, λόγω έλλειψης ιδεολογικής και ταξικής συνείδησης χύνουν νερό στο μύλο της προπαγάνδας τους.

Λαθεμένο μού φαινόταν πάντα τ’ όνομα που μας δίναν:

«Μετανάστες».

Θα πει, κείνοι που αφήσαν την πατρίδα τους. Εμείς, ωστόσο,

δε φύγαμε γιατί το θέλαμε,

λεύτερα να διαλέξουμε μιαν άλλη γη. Ούτε

και σε μιαν άλλη χώρα μπήκαμε

να μείνουμε για πάντα εκεί, αν γινόταν.

Εμείς φύγαμε στα κρυφά. Μας κυνηγήσαν, μας προγράψανε.

Κι η χώρα που μας δέχτηκε, σπίτι δε θα ‘ναι, μα εξορία.

Έτσι, απομένουμε δω πέρα, ασύχαστοι, όσο μπορούμε πιο κοντά

στα σύνορα,

προσμένοντας του γυρισμού τη μέρα, καραδοκώντας το παραμικρό

σημάδι αλλαγής στην άλλην όχθη, πνίγοντας μ’ ερωτήσεις

κάθε νεοφερμένο, χωρίς τίποτα να ξεχνάμε, τίποτα

ν’ απαρνιόμαστε,

χωρίς να συγχωράμε τίποτ’ απ’ όσα έγιναν, τίποτα δε συγχωράμε.

Α, δε μας ξεγελάει τούτη η τριγύρω σιωπή! Ακούμε ίσαμ’ εδώ

τα ουρλιαχτά που αντιλαλούν απ’ τα στρατόπεδά τους. Εμείς

οι ίδιοι

μοιάζουμε των εγκλημάτων τους απόηχος, που κατάφερε

τα σύνορα να δρασκελίσει. Ο καθένας μας,

περπατώντας μες στο πλήθος με παπούτσια ξεσκισμένα,

μαρτυράει την ντροπή που τη χώρα μας μολεύει.

Όμως κανένας μας

δε θα μείνει εδώ. Η τελευταία λέξη

δεν ειπώθηκε ακόμα.

Μπέρτολτ Μπρεχτ, Ποιήματα