Η διαλεκτική θεωρίας και πράξης


Η ρήση του Ένγκελς ότι ένα γραμμάριο πράξης αξίζει όσο ένας τόνος θεωρίας είναι πολύ γνωστή. Και αληθινή. Τα λόγια τα μεγάλα είναι εύκολα. Το ζήτημα είναι να συνοδεύονται από αντίστοιχες πράξεις. Από την άλλη, πράξεις αποσυνδεδεμένες από τη θεωρία πάσχουν εξίσου, αφού στερούνται σύνδεσης με ένα ευρύτερο πλάνο και σχεδιασμό και κυρίως στόχευση και κατεύθυνση. Η ορθή σύνδεση των δύο αποτελεί «στοίχημα» για όλους, αλλά πολύ περισσότερο για συλλογικούς φορείς, όπως τα πολιτικά κόμματα και ειδικά όσα κόμματα εξακολουθούν να λεν ότι εκπροσωπούν και εκφράζουν την εργατική τάξη. Τα υπόλοιπα δεν έχουν κανένα πρόβλημα να μην λειτουργούν με αυτούς τους όρους. Άρα δεν έχουν κανένα πρόβλημα τα λόγια τους να αφίστανται των έργων τους όσο η γη με το φεγγάρι.

Στο σύγχρονο κόσμο και ιδιαίτερα στα χρόνια μετά την προσωρινή υποστολή της κόκκινης σημαίας, αυτό που κυριαρχεί στην πρακτική των πλείστων κομμάτων της αριστεράς είναι ο αποχωρισμός των δύο. Χρησιμοποιώ συνειδητά τον όρο αριστερά για να μπορούμε να επικοινωνούμε και να καταλαβαινόμαστε, παρόλο που αποτελεί μια πολύ χονδροειδή κατάταξη, αφού βάζει στην ίδια κατηγορία συνεπή κομμουνιστικά και εργατικά κόμματα με κόμματα κακέκτυπα.

Άτομα και κόμματα λοιπόν που θέλουν να λέγονται αριστερά είτε καταλήγουν να θεωρητικολογούν χωρίς καμιά πρακτική δράση, είτε  αναλώνονται σε οργανωτική, πρακτική δουλειά και μόνο, χωρίς να μπορούν να συνδέσουν την πράξη αυτή με την επαναστατική θεωρία. Πολλές φορές γινόμαστε μάρτυρες άτομα και κόμματα να παπαγαλίζουν θεωρητικά τσιτάτα μαρξισμού-λενινισμού, χωρίς καμιά συνέπεια στην πρακτική τους εφαρμογή, η οποία μάλλον σοσιαλδημοκρατία θυμίζει. Το να εκδίδω τη μια ανακοίνωση πάνω στην άλλη καθημερινά σε πλειάδα ζητημάτων και να περιορίζω το πεδίο δράσης στο δημόσιο διάλογο ή στο κοινοβούλιο χωρίς καμιά ουσιαστική κοινωνική δράση και παρέμβαση, είναι μια πρακτική ανώδυνη για το σύστημα, στην καλύτερη περίπτωση.

Η αποσύνδεση θεωρίας και πράξης, οδηγά πολλούς συλλογικούς φορείς που κατ’ όνομα εκπροσωπούν την εργατική τάξη να ενεργούν σπασμωδικά, χωρίς συνοχή, απλά επαναλαμβάνοντας, στην καλύτερη περίπτωση, αυτό που γινόταν στο παρελθόν. Στο παρελθόν, όμως, μια συγκεκριμένη πράξη μπορεί να είχε λογική και να αποτελούσε μέρος μιας ευρύτερης στρατηγικής στόχευσης. Μεταφερόμενη και επαναλαμβανόμενη στο σήμερα μπορεί να είναι μια απλή μηχανική επανάληψη χωρίς σύνδεση με κάτι πέραν της ίδιας της πράξης ως μια αυτοματοποιημένη και ανούσια διαδικασία.

Για παράδειγμα. Το να πωλώ μια φορά τον χρόνο την εφημερίδα του κόμματος, όπως γινόταν παλιά, για να διαδώσω τις ιδέες του κόμματος, όταν αυτές πλέον δεν ανταποκρίνονται σε ένα στρατηγικό πλάνο και κυρίως όταν δεν είναι μαρξιστικές-λενινιστικές, τότε η πράξη της πώλησης είναι ένα απλό κακέκτυπο της παλιάς ζωοφόρας πρακτικής.

Ο μαρξισμός-λενινισμός αντιμετωπίζει τη θεωρία και την πράξη ως συγκοινωνούντα δοχεία τα οποία βρίσκονται σε συνεχή ανατροφοδότηση. Η θεωρία γεννιέται από την πράξη. Η επιστημονική θεωρία είναι το αποτέλεσμα της γενίκευσης της πρακτικής εμπειρίας των ανθρώπων. Αυτή η γενίκευση της εμπειρικής πρακτικής είναι που δίνει στους ανθρώπους την προοπτική για την πρακτική τους δράση. Διότι μόνο αν η πρακτική πείρα ενταχθεί σε ένα ευρύτερο θεωρητικό πλαίσιο μπορεί να είναι παραγωγική και να υπηρετήσει τα συμφέροντα της εργατικής τάξης και ευρύτερα των λαϊκών στρωμάτων. Η μαρξιστική-λενινιστική θεωρία είναι η γενίκευση της πείρας του εργατικού κινήματος όλων των χωρών. Η πράξη αποτελεί τη βάση και την πηγή της ανάπτυξης και της προόδου της θεωρίας.

Μπορεί ο Λένιν να είχε πει ότι κριτήριο της αλήθειας είναι η πράξη, αλλά ούτε αυτός, ούτε ο Ένγκελς, που μνημονεύθηκε πιο πάνω, δεν διανοήθηκαν την πράξη ανενημέρωτη από θεωρία. Πράξη χωρίς θεωρία είναι όπως το σπίτι χωρίς τους θεμελιούς του. Και ανάποδα βέβαια. Θεωρία χωρίς πράξη είναι λογύδρια χωρίς καμιά αντανάκλαση στη ζωή.