Η φτώχεια ως συνήθεια

Όταν ένας υπέρμαχος του καπιταλιστικού συστήματος όπως ο βουλευτής του ΔΗΣΥ Μάριος Μαυρίδης, παραδέχεται δημόσια ότι δεν μπορεί να εξαλειφθεί η φτώχεια στον καπιταλισμό η σημασία είναι διττή.

• Πρώτον, παραδέχεται ότι ο καπιταλισμός αναπαράγεται και αναπαράγει τη φτώχεια και την κοινωνική ανισότητα. Επομένως, χωρίς φτωχούς δεν υπάρχουν πλούσιοι. Χωρίς άνεργους και εργατική τάξη (που πουλά τη δύναμη της), παράγοντας αξία και υπεραξία (το κέρδος) για τον κεφαλαιοκράτη, δεν μπορεί να υπάρχει μεγαλοαστική τάξη, πλουτοκρατία, μονοπώλια. Έτσι, η φτώχεια, η μερική απασχόληση, η ανεργία, η ανασφάλιστη και η κακοπληρωμένη εργασία είναι σύμφυτη με το σύστημα.

• Δεύτερον, η φυσικότητα με την οποία περιγράφεται η φτώχεια στην κοινωνία, θέλει να υποδείξει μια κανονικότητα που υπήρχε πάντα και δεν μπορεί ή δεν χρειάζεται να αλλάξει. Οποιαδήποτε πολιτική κτυπά τη φτώχεια στη ρίζα της πέραν από την ελεημοσύνη και τη φιλανθρωπία, είναι αφύσικη και καταδικασμένη να αποτύχει. Υποδεικνύει στις λαϊκές μάζες να αποδεχτούν τη μοίρα τους. Να μην αγωνίζονται, να μην παλεύουν για βελτίωση του βιοτικού τους επιπέδου. Να αποδέχονται σκύβοντας το κεφάλι τις ντιρεκτίβες του κράτους, της μεγαλοεργοδοσίας, της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Να μην αμφισβητούν τη «λογική» λειτουργία του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής που χρειάζεται τους φτωχούς όσο το ψάρι το νερό. Η φτώχεια είναι το οξυγόνο του καπιταλισμού. Όσο πιο γρήγορα χωνευτεί από μια κοινωνία ότι οι ταξικές αντιθέσεις στον καπιταλισμό επιβάλλουν την φτώχεια ως συνειδητή και όχι παράπλευρη απώλεια τόσο το καλύτερο. Όσο περισσότερο μειώνεται η δυσφήμηση της άρχουσας τάξης και της Επιτροπείας διαχείρισης των συμφερόντων της, τόσο μειώνεται η αμφισβήτηση του συστήματος και ασφαλώς τόσο περισσότερο παραδίδεται το φτωχαδάκι στην κακιά του μοίρα και στη μεταθανάτιο ζωή.

• Τρίτον, διακηρύσσει ότι η φτώχεια εξαλείφεται μόνο στον «απόλυτο», όπως τον ονομάζει, σοσιαλισμό. Όμως, σημειώνει ταυτόχρονα, ότι στον απόλυτο σοσιαλισμό «δεν δουλεύει κανείς». Είναι δηλαδή μια κοινωνία τεμπέληδων όπου η φτώχεια υποκαθίσταται από την οκνηρία. Όπου η οκνηρία μεταφράζεται κατά τους υπερασπιστές της εκμεταλλευτικής κοινωνίας και από τον Μαυρίδη, σε υπερβολική ασφάλεια, μόνιμες θέσεις εργασίας, ικανοποιητική στέγαση, δωρεάν υγεία, δημόσια παιδεία για όλους και σε όλα τα στάδια, χωρίς να αξίζει ο λαός αυτή την αντιμετώπιση. Αντίθετα, στον καπιταλισμό τα βασικά αγαθά και οι υπηρεσίες αγοράζονται σε τιμές που ορίζει όχι ο πραγματικός παραγωγός, δηλαδή ο εργάτης, αλλά ο κεφαλαιοκράτης με βάση τους κανόνες, όχι του δικαίου, αλλά του ανταγωνισμού και της αγοράς και με μόνη προοπτική της μεγιστοποίηση του κέρδους.

Με άλλα λόγια, είναι προτιμότερη η φτώχεια για ένα μέρος του λαού, από το σοσιαλισμό όπου ο συνολικός πλούτος θα διαμοιράζεται ισότιμα, όπως παραδέχεται ο Μαυρίδης.

Πέραν από το γεγονός ότι η σαφήνεια της επιχειρηματολογίας Μαυρίδη είναι εντυπωσιακή, αποκαλυπτική και χωρίς ίχνος συγκάλυψης, αποτελεί και μιας πρώτης τάξης ευκαιρία περισυλλογής για το μέλλον της εργατικής τάξης και των παιδιών μας.

Στην Κύπρο συνεχίζει να προετοιμάζεται μια κοινωνία που θα παράγει ανάπτυξη την οποία θα νέμεται το 1% του πληθυσμού και το υπόλοιπο του πληθυσμού θα κυμαίνεται μεταξύ επιβίωσης και ανέχειας. Το δε τραπεζικό κεφάλαιο θα δανείζει δόσεις προσωρινής «ευτυχίας» και συντήρησης της αναπαραγωγικής ικανότητας των εργαζομένων ώστε να μπορούν να συντηρηθούν ενώ από την άλλη σε συνέργια με το βιομηχανικό και χρηματιστηριακό κεφάλαιο θα παράγει projects δισεκατομμυρίων, malls, πύργους πολυτελείας, αβγαταίνοντας τα κέρδη των λίγων. Οι αντιθέσεις μεταξύ εργασίας και κεφαλαίου, μεταξύ κεφαλαιοκράτη και εργάτη, μεταξύ πλούσιου και φτωχού θα υποβαθμίζονται και μεταφράζονται ως φυσιολογικότητα, μια κανονικότητα η οποία αποτελεί όρο για μια κοινωνία που δεν τεμπελιάζει, αλλά ξαποστέλνει τους τεμπέληδες στην φτώχεια. Η φτώχεια βεβαίως έχει όνομα. Σημαίνει αβεβαιότητα για το αν θα φάμε, αν θα έχουμε τα απαραίτητα για τη συντήρηση και για πόσο χρόνο. Σημαίνει απόγνωση για το που θα ζήσω αύριο και εάν το παιδί μου θα αναπτυχτεί όπως του αξίζει.

Ασφαλώς, δεν αποτελεί προφητεία η περιγραφή μιας κατάστασης η οποία ήδη υφίσταται. Οπωσδήποτε, δεν είναι όλα χαραγμένα σε μια ευθεία γραμμή. Και άλλα στρώματα μπορεί να επωφεληθούν από την κλιμακούμενη ανισότητα και τον παραγόμενο πλούτο, μεταξύ αυτών μερίδες ελεύθερων επαγγελματιών όπως μεγάλα δικηγορικά γραφεία, φαρμακεία, και άλλοι. Ούτε όλοι οι μισθωτοί θα πληρώνονται το ίδιο χαμηλά, αυτό είναι αποτέλεσμα διαφόρων παραμέτρων. Όμως η εργατική τάξη κατά βάση, θα συνεχίζει να αντιμετωπίζεται στην καθημερινότητα ως εργατικό κόστος που πρέπει να μειωθεί για να αυξηθεί η υπεραξία του κέρδους για τον ιδιοκτήτη του μέσου παραγωγής. Και σε μια κοινωνία όπου οι συλλογικές και ατομικές οργανωμένες αντιστάσεις παρακμάζουν, η φτώχεια αυξάνεται.