Η εξέγερση των Σπαρτακιστών

Η εξέγερση των Σπαρτακιστών ή αλλιώς εξέγερση του Ιανουαρίου, ξεκίνησε στις 5 Ιανουαρίου του 1919 και έληξε, βουτηγμένη στο αίμα, μια εβδομάδα αργότερα.

Το 1919 η κυβέρνηση της Βαϊμάρης αναδύθηκε μέσα από την επανάσταση της Γερμανίας και αντικατέστησε τη μοναρχία. Η χώρα ήταν διχασμένη όμως, μεταξύ της εικονικής εξουσίας της κυβέρνησης και της πραγματικής εξουσίας των συμβουλίων των εργαζόμενων, στρατιωτών και ναυτών που ήταν παρόμοια με τα ρωσικά σοβιέτ.

Αφορμή για την εξέγερση αποτέλεσε η αποπομπή του επικεφαλής της Αστυνομίας του Βερολίνου και μέλους του Ανεξάρτητου Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος (USPD), Emil Eichhorn, από το «Συμβούλιο των Αντιπροσώπων του Λαού», του οποίου οι πολιτικές ελεγχόταν κυρίως από τον Friedrich Ebert του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος (SPD), από την αποχώρηση του USPD από την επιτροπή τον προηγούμενο Δεκέμβριο.

Ο Eichhorn είχε αρνηθεί να σηκώσει τα όπλα εναντίον απεργών κατά τις αναταραχές της παραμονής των Χριστουγέννων, κάτι που για τον Friedrich Ebert τον κατέστησε αναξιόπιστο για τη θέση που κατείχε. Με το άκουσμα της είδησης, ομάδες εργατών έστησαν οδοφράγματα στους δρόμους του Βερολίνου, ενώ κατέλαβαν μια εφημερίδα στην οδό Kochstraße.

Σύντομα ενώθηκαν μαζί τους και απέκλεισαν αρκετές οδούς στην περιοχή, όπου στεγάζονταν πολλές εφημερίδες, μεταξύ των οποίων και το επίσημο όργανο του SPD, Vorwärts, το οποίο δημοσίευε άρθρα εχθρικά προς το κίνημα των Σπαρτακιστών από το προηγούμενο φθινόπωρο.

Η ηγεσία του USPD, αλλά και του Κομμουνιστικού Κόμματος Γερμανίας (KPD ή πρώην Λεγεώνα του Σπάρτακου) αποφάσισαν να στηρίξουν τις ενέργειες των εργατών και κάλεσαν για γενική απεργία στο Βερολίνο στις 7 Ιανουαρίου.

Ανταποκρίθηκαν 500.000 άνθρωποι, οι οποίοι κατέκλυσαν το κέντρο του Βερολίνου εκείνο το Σαββατοκυρίακο. Τις επόμενες δυο μέρες ωστόσο, η ηγεσία της απεργίας, η αποκαλούμενη Επαναστατική Επιτροπή, απέτυχε να συμφωνήσει στον τρόπο συνέχισης των κινητοποιήσεων, με άλλους να ζητούν ένοπλη στάση και άλλους να ζητάνε διαβουλεύσεις με τον Ebert.

Οι εργάτες εξοπλίστηκαν παρόλα αυτά. Διχογνωμίες υπήρχαν ακόμα και στο εσωτερικό του Κομμουνιστικού Κόμματος. Ο Karl Liebknecht, αντίθετα με την Rosa Luxemburg, ζητούσε τη βίαιη ανατροπή της κυβέρνησης του Ebert, για να μην απομακρυνθεί από τους εργάτες, οι οποίοι ούτως ή άλλως αυτό σκόπευαν να πράξουν.

Την ίδια ώρα, μέλη του KPD επιχείρησαν να πάρουν με το μέρος τους τα τάγματα που στάθμευαν στο Βερολίνο, χωρίς ωστόσο να σημειώσουν επιτυχία. Στις 8 Ιανουαρίου, το Κομμουνιστικό Κόμμα αποχώρησε από την Επαναστατική Επιτροπή, κατόπιν πρόσκλησης του Friedrich Ebert από το USPD, για συνομιλίες. Την ίδια ώρα, υπέπεσε στην αντίληψη των εργατών φυλλάδιο της Vorwärts με τον τίτλο «Η ώρα της εκδίκησης φτάνει!», όπου γινόταν αναφορά επίσης για τις παραστρατιωτικές οργανώσεις Freikorps, οι οποίες είχαν ταχθεί κατά της δημοκρατίας και αντιτάχθηκαν στην κυβέρνηση της Βαϊμάρης.

Η κυβέρνηση του SPD είχε προσλάβει τα ακροδεξιά Freikorps για να καταστείλει τους απεργούς, ύστερα από διαταγή του Ebert προς τον υπουργό Άμυνας Gustav Noske, στις 6 Ιανουαρίου. Η Επαναστατική Επιτροπή διέκοψε τις συνομιλίες με το SPD και η Λεγεώνα των Σπαρτακιστών (ΚΚ Γερμανίας) κάλεσε τα μέλη της να λάβουν μέρος στις ένοπλες μάχες. Την ίδια μέρα, ο Ebert διέταξε τα ακόμα εξοπλισμένα με όπλα από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, Freikorps να επιτεθούν στους εργάτες. Οι παραστρατιωτικοί, λόγω της υπεροχής του εξοπλισμού τους, σύντομα επανακατέλαβαν τους δρόμους και τα κτίρια του Βερολίνου.

Πολλοί εργάτες παραδόθηκαν, κάτι που δεν απέτρεψε τους πρώην στρατιώτες από το να πυροβολήσουν εκατοντάδες εξ αυτών. Κατά τις μάχες έχασαν τη ζωή τους πλήθος πολιτών, ο αριθμός των οποίων παραμένει αδιευκρίνιστος. Τα Freikorps συνέλαβαν επίσης τον Karl Liebknecht και τη Rosa Luxemburg, τους οποίους και εκτέλεσαν στη συνέχεια. Όσο για τη φιλελεύθερη δημοκρατία της Βαϊμάρης, κατέρρευσε στις αρχές της δεκαετίας του 1930, με την άνοδο του NSDAP του Χίτλερ στην εξουσία.