«Η δικαιοσύνη δεν πρέπει μόνο να απονέμεται, αλλά και να φαίνεται ότι απονέμεται»

Ο δικηγόρος, αδελφός του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, κ. Ν. Κληρίδης, με δημόσια επιστολή του στον πρόεδρο του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου, αφού προκλήθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο, καταγγέλλει ότι «μετά την κατάρρευση του Τραπεζικού Συστήματος που διαφάνηκε από το 2012 και κατέληξε στο κούρεμα, όλες οι σοβαρές υποθέσεις που αφορούσαν την Τράπεζα Κύπρου και εξεδικάστηκαν απο τα Δικαστήρια προωθήθηκαν μέσω του δικηγορικού γραφείου Χρυσαφίνης και Πολυβίου (Χ&Π) με το οποίο πλείστοι Δικαστές που εξεδίκασαν υποθέσεις της Τράπεζας έχουν συγγενικές και/η εργασιακές σχέσεις». Αφού τεκμηριώνει τις σχέσεις μεταξύ δικαστών και του Δικηγορικού Γραφείου που εκπροσωπεί την Τράπεζα Κύπρου, ο κ. Κληρίδης καταλήγει ότι τα Δικαστήρια κατά 98% των περιπτώσεων εκδίδουν αποφάσεις αποκλειστικά υπέρ της Τράπεζας Κύπρου. Με νόημα υπογραμμίζει ότι: «το εάν οδηγηθήκαμε στην οικονομική κρίση στα πλαίσια εξυπηρέτησης των συμφερόντων μιας οικονομικής ελίτ που εξελίχθηκε με τη μορφή της οικογενειοκρατίας, δημιουργώντας τους Rothschild της Κύπρου, εναπόκειται στην αντικειμενική κρίση του καθενός».

Ιδιαίτερα ωφέλιμος είναι ο συνειρμός του κ. Κληρίδη με τον οποίο παραλληλίζει τους γαλαζοαίματους και ευγενείς της κυπριακής οικονομικής (και προφανώς δικαστικής, δικηγορικής και τραπεζιτικής) ελίτ με την περίφημη οικογένεια Rothschild. Η οξυδέρκεια της αναφοράς Κληρίδη, έγκειται στο γεγονός ότι ο ζάμπλουτος ηγέτης της οικογένειας Rothschild, Mayer, για να διατηρηθεί η οικονομική εξουσία στην οικογένεια του, πριν πεθάνει (1812) έθεσε στους κληρονόμους του τον όρο, οι απόγονοι τους να παντρεύονται μεταξύ τους (4 εγγονές του παντρεύτηκαν εγγονούς του και μια παντρεύτηκε τον θείο της).

Η μεγάλη διεθνής καπιταλιστική κρίση είχε στο επίκεντρο της τη διάσωση των Τραπεζών οι οποίες για να μεγιστοποιήσουν τα κέρδη τους από τη μια τζόγαραν σε νέα προϊόντα (π.χ. αξιόγραφα) και από την άλλη δάνειζαν αβέρτα εργολάβους και επιχειρηματίες σε πλήρη σύμπνοια του τραπεζικού με το βιομηχανικό κεφάλαιο δημιουργώντας «ανάπτυξη». Η διάσωση του τραπεζικού συστήματος μέσα από το κούρεμα, την επιβολή στον λαό ασήκωτων οικονομικών επιβαρύνσεων, τις συγχωνεύσεις στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, την εκποίηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων σε διεθνή τραστ που αναλαμβάνουν να εισπράξουν ή να εκποιήσουν περιουσίες, άφησε άθικτες τις τράπεζες και την κυρίαρχη αστική τάξη. Η λεγόμενη Έρευνα για την Οικονομική Κρίση (πως είναι δυνατόν οι υπεύθυνοι να ερευνούν τον εαυτό τους;) κατέληξε στα τετριμμένα. Κάτοχοι αξιογράφων, δανειολήπτες και κυρίως η εργατική τάξη παρακολουθούν τη διαπλοκή της κυρίαρχης πολιτικής κατάστασης με τους διαχειριστές του οικονομικού συστήματος να εξελίσσεται εις βάρος τους όπως αναμενόταν, ενώ οι ίδιοι ψωμοζούν. Μερικοί αξιωματούχοι (βλέπε Γενικός Ελεγκτής, Γενικός Εισαγγελέας) βρίσκονται στο μάτι της άρχουσας πολιτικής και οικονομικής ελίτ γιατί δεν άγονται και φέρονται.

Οι δημόσιες καταγγελίες του κ. Κληρίδη αποτελούν το κερασάκι στην τούρτα που συνδέει το πάζλ της διαπλοκής των εξουσιών με επίκεντρο την άρχουσα τάξη. Με λίγα λόγια, όχι μόνο χαρίστηκε ο Συνεργατισμός στην Ελληνική Τράπεζα, θέτοντας την σε δεσπόζουσα θέση και τους δανειολήπτες στη μοίρα τους, αλλά η Τράπεζα Κύπρου μέσω ενός δικηγορικού Γραφείου, φέρεται με βάση τις καταγγελίες του κ. Κληρίδη, να έχει χειραγωγήσει αποφάσεις που μπορούσαν να εξελιχθούν αλλιώς, εάν δικαστές που ορίστηκαν δεν είχαν άμεση ή έμμεση σχέση με το εν λόγω δικηγορικό γραφείο που την υπερασπίζεται στις κύριες υποθέσεις. Οι εν λόγω δικαστές θα έπρεπε τουλάχιστον να αυτοεξαιρεθούν. Αυτή είναι στην ουσία είναι η καταγγελία.

Εάν αυτή η συμπαιγνία είναι αληθινή, τότε δεν αποτελεί παρά μια επιβεβαίωση του κανόνα που ισχύει στην παρακμιακή αστική μας δημοκρατία, όπου υπερισχύουν η δικτατορία των μονοπωλίων και των ΜΜΕ (η πλειοψηφία των οποίων υπονομεύει όσους έχουν την ευθιξία και αξιοπρέπεια να αντιστέκονται), η διαπλοκή τους με την πολιτική εξουσία και την εμπλοκή της δικαστικής εξουσίας, η οποία όχι μόνο αμερόληπτη, αλλά ούτε ανεξάρτητη είναι, τουλάχιστον στις κρίσιμες υποθέσεις.

Τα συμπεράσματα εναπόκεινται στην κρίση του καθενός.