Σκάνδαλα και θεσμοί της κοινωνίας μας

Εδώ και κάμποσα χρόνια, έχει εισαχθεί στην πολιτική και κοινωνική διάλεκτο, ο όρος «σκάνδαλο». Τι όμως σημαίνει αυτό; Τι συνιστά σκάνδαλο σε μια κοινωνία, ώστε να μπορεί να αποδοθεί ο όρος και πραγματικά να προσδίδει την πραγματική διάσταση των γεγονότων; Ως «σκάνδαλο» μπορεί να θεωρηθεί μια πράξη ή ένα γεγονός που δημιουργεί αγανάκτηση και έντονη αντίδραση, αν αυτό είναι εκτός των πλαισίων που λειτουργεί η κοινωνία. Αν δηλαδή αποτελεί μια πράξη μη καθημερινή, μη συνηθισμένη, αλλά κυρίως, απέχει από τη νομιμότητα και τις επιταγές των θεσμών της δοσμένης κοινωνίας.

Κάθε κοινωνία, έχει ως βάση της, τη δική της ηθική και τις ανάλογες αρχές, πάνω στις οποίες στηρίζεται. Μια κοινωνία ιθαγενών, για παράδειγμα, που ζουν στον Αμαζόνιο ή σε άλλες περιοχές απομακρυσμένες και αποκομμένες, έχουν διατηρήσει αρχές κοινής συμβίωσης και κοινών συμφερόντων. Δεν επιτρέπουν την ανάπτυξη προσωπικών συμφερόντων εις βάρος της κοινότητας στο σύνολο της. Δεν επιτρέπουν την οικειοποίηση φυσικών πόρων για προσωπικό όφελος και δεν αποδέχονται την εκμετάλλευση της πλειοψηφίας, για σκοπούς αποκόμισης οφέλους για μεμονωμένα άτομα ή ομάδες ατόμων. Η κοινοκτημοσύνη, απαραίτητα συγκρούεται με τέτοιες συμπεριφορές, από το ίδιο το περιεχόμενο της. Ως εκ τούτου οι ηθικές αρχές είναι και ανάλογες, ώστε η κοινότητα στο σύνολο της, να μπορεί να τίθεται υπεράνω.

Σε κοινωνίες που έχουν επιλέξει να οργανωθούν με βάση την καπιταλιστική οικονομία και τις ανάλογες παραγωγικές σχέσεις, όλες οι υπόλοιπες σχέσεις και θεσμοί, υποτάσσονται στη λογική του κέρδους και της επικράτησης συμφερόντων. Στην περίπτωση της Κύπρου, όπου ο καπιταλισμός ωρίμασε απότομα τα τελευταία είκοσι περίπου χρόνια, λόγω εναρμόνισης και ένταξης στην ΕΕ, πέρα από τις παραδοσιακές αξίες που σιγά σιγά εκφυλίστηκαν, αναπτύχτηκαν και ανάλογα πρότυπα. Πρότυπα που εξυμνούν το κυρίαρχο σύστημα και τις βασικές του αρχές. Ένα οποιοδήποτε σύστημα, δεν μπορεί να συγκρούεται με τον εαυτό του. Έτσι και στη περίπτωση της Κύπρου, ο ασύδοτος καπιταλισμός που έχει επικρατήσει, δεν συγκρούεται με τον εαυτό του, αλλά με αρχές που ενδεχομένως είχαν αναπτυχθεί σε άλλες εποχές ή θέλουν οι άνθρωποι να πιστέψουν.

Οι σχέσεις της πολιτικής ελίτ, με την οικονομία και τους υπόλοιπους θεσμούς, είναι σχέσεις προσαρμογής στο επιδιωκόμενο, που είναι η ανάπτυξη της οικονομίας και η συσσώρευση κερδών στα χέρια των επενδυτών. Αν αφήσουμε στην άκρη «σκάνδαλα» των παλιότερων χρόνων, θα μπορούσαμε να καταγράψουμε κάποια πολύ σοβαρά, τα οποία έχουν προκύψει σε περίοδο όπου η Κύπρος «εκσυγχρονιζόταν» και εναρμονιζόταν με την ΕΕ ή υπηρετεί τη θητεία της, εντός πλέον.

Από το σκάνδαλο του Χρηματιστηρίου, μέχρι το μεγάλο σκάνδαλο των Τραπεζών, το κούρεμα των ιδιωτικών καταθέσεων, το σκάνδαλο του ξεπουλήματος του Συνεργατισμού και άλλα συναφή, μπορεί να συναχθεί ως συμπέρασμα πως η βασική αιτία, ήταν το χρήμα, ήταν το κεφάλαιο, η ανάπτυξη του και η κατοχή του, που διαδραμάτισε το βασικό ρόλο για την εκδήλωση των ενεργειών. Βασικός παίκτης επίσης ήταν η πολιτική ελίτ, είτε ως μεμονωμένα κόμματα, είτε στο σύνολο τους ως κοινοβουλευτική/νομοθετική εξουσία. Η θέσπιση νομοθεσιών από τη Βουλή, ήταν σε όλες ανεξαιρέτως τις πράξεις, απαραίτητη ώστε να μπορέσει να εξελιχθεί η διαδικασία που με την ολοκλήρωση της, χαρακτηρίστηκε ως «σκάνδαλο». Οι σχέσεις λοιπόν είναι στενές και κάποιοι τις χαρακτηρίζουν ως «σχέσεις διαπλοκής».

Σε καμιά των περιπτώσεων αυτών, δεν αποδόθηκε Δικαιοσύνη, με τρόπο που να είναι εμφανές ότι η κοινωνία και οι θεσμοί της, αποδοκιμάζουν τέτοιες πρακτικές, που έχουν ως στόχο το κέρδος με κάθε τρόπο. Σιγά σιγά, η μη καταδίκη, παράλληλα με την άμεση ή έμμεση δικαίωση των όποιων ενόχων, δημιουργούν ένα προηγούμενο που με τη σειρά του, δημιουργεί αντιλήψεις και νέα ήθη. Οι αντιλήψεις περί δικαίου, δεν θα μπορούσαν να ευημερήσουν σε κοινωνίες που το δίκαιο δεν υπάρχει εξ ορισμού, αφού στηρίζονται στην κερδοσκοπία, από τη φύση του εκμεταλλευτικού οικονομικού τους συστήματος. Έτσι, κάθε αρχή και κάθε ηθική που θέτει το σύνολο και τα συμφέροντα του, πάνω από τα κέρδη, εξαφανίστηκαν. Η κοινωνία μας είναι ταγμένη στην εξυπηρέτηση των κερδών και βουτηγμένη στο ψέμα, την παραπλάνηση και στη διαπλοκή, ως μέσα για επιτυχία.

Αφελώς, αλλά και πολύ πονηρά, η Δικαιοσύνη ως θεσμός, προφυλάχτηκε και οι δηλώσεις τυφλής υπακοής στις αποφάσεις της, έδιναν και έπαιρναν στα χρόνια που αναφερόμαστε. Οι πολιτικές δυνάμεις και οι λοιποί θεσμοί, με κάθε ευκαιρία, δήλωναν πως «η εμπιστοσύνη στη Δικαιοσύνη είναι δεδομένη». Αυτό, την ώρα που η Δικαιοσύνη δεν έπαιζε το ρόλο της και οι μέτοχοι στα σκάνδαλα, όχι μόνο δεν τιμωρούνταν, αλλά επιβραβεύονταν, οικονομικά, πολιτικά και κοινωνικά. Με μια κοινωνία άβουλη, όλα γίνονταν χωρίς αντιδράσεις.

Μέχρι που ένας νομικός, δήλωσε αυτά που οι πλείστοι γνώριζαν. Ότι δηλαδή, στους ανώτατους θεσμούς της Δικαιοσύνης, επικρατεί η διαπλοκή, η σήψη και η διαφθορά.

Τα ερωτήματα που προκύπτουν για όσους έχουν την ψευδαίσθηση πως μια κοινωνία που υπηρετεί το χρήμα με κάθε μέσο, θα αυτοδιορθωθεί, είναι το εξής:

Ποιος θεσμός θα επέμβει για να διορθώσει αυτά που καταγγέλλονται, όταν σε αυτά είναι φανερό πως εμπλέκονται οι κύριοι θεσμοί αυτού του κράτους;

Ποιοι θα καμωθούν πως δεν ήξεραν, όταν συμμετείχαν σε Επιτροπές Έρευνας για τα σκάνδαλα που φωτογραφίζονται, αλλά και για σκάνδαλα που δεν αναφέρονται;

Ποιος θεσμός έχει μείνει ανεπηρέαστος ώστε η κοινωνία να ευελπιστεί πως θα επέμβει αποτελεσματικά προς όφελος της κοινωνίας και όχι για την περαιτέρω συγκάλυψη;

Στο τέλος, θα ήταν καλό για την κοινωνία, να διερωτηθεί επιτέλους, γιατί τέτοιου είδους κράτη, όπως το δικό μας, γεννούν συνεχώς σκάνδαλα, η βάση των οποίων είναι το χρήμα και η οικειοποίηση του από όσους τάσσονται να την υπηρετήσουν με διάφορους τρόπους και από διάφορα πόστα ή θεσμούς. Και γιατί πάντοτε στην τελική ο χαμένος, είναι ο λαός.