Το δίκαιο και ο ταξικός του χαρακτήρας

Η συζήτηση που παρατηρείται τελευταία στην Κύπρο αναφορικά με το ρόλο, την απόδοση και την εικόνα της δικαιοσύνης, ενδεχομένως να εκθέτει, όχι μόνο τους δικαστές και τους δικηγόρους, αλλά και όσους πιστεύουν και διακηρύττουν το στόχο για μια δικαιοσύνη που θα είναι δίκαιη και τίμια, εντός ενός ακόμα κράτους, όπου η αστική τάξη ράβει και ξεράβει κάθε θεσμό, ανεξάρτητο ή μη, στα δικά της μέτρα…

Οι θεωρητικοί του μαρξισμού, του διαλεκτικού και ιστορικού υλισμού, Κ. Μαρξ, Φ. Ενγκελς και Β. Ι. Λένιν, αναπτύσσοντας τη μαρξιστική – λενινιστική κοσμοθεωρία, αναφέρονταν συχνά στο δίκαιο ως στοιχείο του εποικοδομήματος και τη σχέση του με την οικονομική βάση του συστήματος.

Πρώτος σταθμός το «Κομμουνιστικό Μανιφέστο», όπου οι Μαρξ και Ενγκελς, απευθυνόμενοι στην αστική τάξη, διακήρυτταν ότι «το δίκαιό σας είναι η θέληση της τάξης σας που αναγορεύτηκε σε νόμο, θέληση που το περιεχόμενό της καθορίζεται από τις υλικές συνθήκες ύπαρξης της τάξης σας».

Στο έργο του «Κριτική της πολιτικής οικονομίας», ο Κ. Μαρξ μιλάει για το δίκαιο κάθε κοινωνίας χρησιμοποιώντας τον όρο «νομικό εποικοδόμημα»:

«Κατά τη διαδικασία της παραγωγής του κοινωνικού προϊόντος, της ανταλλαγής και της διανομής των υλικών αγαθών ανάμεσα στους ανθρώπους αναπτύσσονται υλικές αντικειμενικές σχέσεις, σχέσεις παραγωγής, σχέσεις κοινωνικές αντικειμενικές, ανεξάρτητες από τη συνείδηση. Το σύνολο των σχέσεων παραγωγής αποτελεί το οικονομικό οικοδόμημα της κοινωνίας, την υλική βάση που πάνω της υψώνεται ένα νομικό και πολιτικό εποικοδόμημα και που σε αυτήν αντιστοιχούν ορισμένες πάλι μορφές κοινωνικής συνείδησης. 

Οταν μεταβάλλεται η οικονομική βάση ανατρέπεται λιγότερο ή περισσότερο, γρηγορότερα ή αργότερα ολόκληρο το τεράστιο εποικοδόμημα. 

Οταν αντικρίζουμε τέτοιου είδους ανατροπές πάντα θα πρέπει να ξεχωρίζουμε την υλική ανατροπή των οικονομικών όρων παραγωγής από τις νομικές, πολιτικές, θρησκευτικές, καλλιτεχνικές ή φιλοσοφικές, κοντολογίς “από τις ιδεολογικές μορφές που με αυτές συνειδητοποιούν οι άνθρωποι τη σύγκρουση και την αποτελειώνουν”».

Στο απόσπασμα αυτό, δίνεται μεγάλη έμφαση στη σχέση δικαίου – οικονομικής βάσης και ξεκαθαρίζεται ότι οι σχέσεις παραγωγής είναι αυτές που αποτελούν τη βάση, το πλαίσιο που καθορίζει το δίκαιο. Οι νομικές σχέσεις ανήκουν στο εποικοδόμημα.

Ο Λένιν, αναπτύσσοντας παραπέρα το μαρξισμό, όριζε το νόμο ως «την έκφραση της θέλησης των κυρίαρχων τάξεων» και αναδείκνυε αδιάκοπα τον ταξικό χαρακτήρα του δικαίου, τη σχέση του με την κυρίαρχη τάξη κάθε κοινωνικοοικονομικού σχηματισμού. Σημειώνοντας τη σχέση νομικού εποικοδομήματος – βάσης, έλεγε ότι ο «νόμος είναι μέτρο πολιτικό, είναι πολιτική. Κανένα πολιτικό μέτρο δεν μπορεί να απαγορεύσει την οικονομία».

Ακριβώς για να υπογραμμίσει ότι το δίκαιο στον καπιταλισμό εκφράζει τη θέληση της αστικής τάξης και ότι μόνο σε αυτά τα όρια μπορεί να κινηθεί η νομοθεσία, έγραφε πως «δεν υπάρχει κανένα κράτος, έστω και το πιο δημοκρατικό που να μην έχει στο Σύνταγμά του παραθυράκια και επιφυλάξεις που εξασφαλίζουν στην αστική τάξη τη δυνατότητα να κινητοποιεί στρατεύματα ενάντια στους εργάτες, να κηρύττει το στρατιωτικό νόμο κ.λ.π.».

Τα γεγονότα των τελευταίων μηνών στη Γαλλία, όπου μεγάλος αριθμός εργαζομένων βγήκε στους δρόμους ζητώντας δικαιοσύνη και η αντίδραση της αστικής κυβέρνησης του Μακρόν, επιβεβαιώνουν πλήρως το Λένιν και σε αυτό.

Επομένως μπορούμε να συνοψίσουμε στα εξής: Το δίκαιο – σε κάθε κοινωνικοοικονομικό σχηματισμό – συνδέεται άρρηκτα με τη θέληση της κυρίαρχης τάξης, με τη συνειδητή συμπεριφορά της, η οποία όμως, βέβαια, καθορίζεται από τις υλικές συνθήκες ύπαρξής της. Η θέληση αυτή έχει ως περιεχόμενο τη διασφάλιση του κυρίαρχου τρόπου παραγωγής, τη διατήρηση της κυριαρχίας της άρχουσας τάξης πάνω στην καταπιεζόμενη τάξη, ώστε να προωθούνται τα συνολικά συμφέροντά της. Οι νομικές σχέσεις κατοχυρώνουν, ως μορφή κοινωνικής συνείδησης, τις υφιστάμενες κυρίαρχες οικονομικές σχέσεις. Οι νόμοι αποτελούν τη μορφή της θέλησης της κυρίαρχης τάξης. Η νομοθεσία, αλλά και η εφαρμογή των νόμων στην πράξη, όπου χρειάζεται και με μέτρα εξαναγκασμού, αποτελούν μονοπώλιο της ταξικής κρατικής εξουσίας.

Επομένως, το δίκαιο σε μια κοινωνία δεν ρυθμίζει την ικανοποίηση των συμφερόντων της κοινωνίας συνολικάούτε μπορεί να συμφιλιώσει τα αντικρουόμενα ταξικά συμφέροντα. 

Τα κόμματα που αξιώνουν να τους αναγνωρίζεται η ριζοσπαστική ή η κομμουνιστική ιδιότητα, θα πρέπει να είναι πολύ προσεκτικά όταν μιλούν για τη δικαιοσύνη. Αν αναφέρονται σε αυτήν μέσα σε συνθήκες πλήρους επικράτησης της αστικής τάξης και καλούν τη δικαιοσύνη «να εξυγιανθεί», αυτόματα στέλνουν το μήνυμα πως το ίδιο μπορεί να κάμει οποιοσδήποτε θεσμός του αστικού εποικοδομήματος, άρα και ο καπιταλισμός…