Περί έγχρωμων συνειδήσεων ο λόγος

Είναι μια μεγάλη μερίδα αυτοαποκαλούμενων «προοδευτικών μυαλών», που είναι μονίμως στημένοι στη γωνιά και καραδοκούν. Μην τους χαλάσεις το όνειρο, μην τους χαλάσεις το παραμύθι πως μπορούν να είναι επαναστάτες, αλλά χωρίς επανάσταση. Έχουν άποψη για όλα και επιρρίπτουν ευθύνη σε κάθε πολιτικό πρόσωπο που διαχειρίζεται την όποια διακυβέρνηση, εξαπολύουν μύδρους κατά όσων κυβερνήσεων δεν είναι «προοδευτικές» και κρατούν το φανάρι της αλήθειας μονίμως στραμμένο στον καθρέφτη τους. Και αυτοθαυμάζονται, ως άτομα, είτε ως ομάδες ατόμων με τις ίδιες απόψεις. Την ίδια στιγμή, μισούν θανάσιμα, όποιον τολμήσει να φωνάξει πως ο Βασιλιάς είναι γυμνός, ή επί της ουσίας, πως «ο καπιταλισμός δεν διορθώνεται» . Η «επιδιόρθωση» του καπιταλισμού, έγινε το μεροκάματο τους, αν και για να πούμε την αλήθεια, δεν είναι ένα απλό μεροκάματο.

Το ζήτημα της ανάπτυξης των ανθρωπίνων κοινωνιών, δεν είναι ζήτημα προσωπικής άποψης. Διέπεται από συγκεκριμένους υλιστικούς νόμους, μπορεί να αξιολογηθεί και να προβλεφθεί επιστημονικά. Η διαλεκτική είναι μεθοδολογία σκέψης και ερμηνείας του κόσμου, τόσο της φύσης όσο και του σύμπαντος και φυσικά των ανθρωπίνων κοινωνιών. Ξεκινά από το βασικό αξίωμα πως τα πάντα είναι σε μόνιμη κατάσταση αλλαγής και κίνησης. Ο διαλεκτικός υλισμός. Η εξέλιξη όμως, δεν συνεπάγεται αυτόματα και την πρόοδο, αν θεωρήσουμε τον όρο «πρόοδος», το οικουμενικά αποδεκτό και ιδεατό. Η πρόοδος, στη συνείδηση της εργατικής τάξης, σε αρχικό στάδιο δεν είναι οικουμενικά αποδεκτή, άρα με πασιφιστικούς όρους, δεν είναι πρόοδος. Η διαλεκτική όμως, είναι η λογική της αντίθεσης και η αντίθεση συνεπάγεται πάλη και σύγκρουση. Σε καμιά περίπτωση δεν θεωρείται η «πρόοδος» που έχουμε στο μυαλό μας εξασφαλισμένη ή διασφαλισμένη, ως αποτέλεσμα αυτής της σύγκρουσης. Ούτε στη φύση, ούτε στο σύμπαν, ούτε στις ανθρώπινες κοινωνίες. Χρειάζεται μόχθος, κάποιες φορές για να κυλήσουν τα πράγματα αλλιώς από ότι το κυρίαρχο πλαίσιο επιτρέπει.

Με τη βιομηχανική επανάσταση πριν τρεις αιώνες και την τρομακτική ανάπτυξη των μέσων παραγωγής, παρατηρήθηκε ένα ξεκαθάρισμα των κοινωνικών τάξεων, που είναι η βάση της οικονομίας, η οποία με τη σειρά της είναι η κυρίαρχη δύναμη πίσω από τις εξελίξεις και την κάθε αλλαγή που παρατηρείται. Πολλές αλλαγές έχουν μεσολαβήσει από τότε και ο καπιταλισμός, ως κυρίαρχο σύστημα έχει υποστεί σωρεία αλλαγών. Αν κάτι χαρακτηρίζει τον καπιταλισμό, είναι η τρομακτική του έφεση στην προσαρμογή σε σχέση με τις αντιθέσεις που δημιουργεί. Και αυτό, οφείλεται κυρίως, στο ότι ελέγχει το πλαίσιο που διεξάγονται οι κινήσεις.

Μετά την κατάρρευση του σοσιαλιστικού κόσμου, η παντοδυναμία του καπιταλισμού, δεν τυγχάνει ιδιαίτερης αμφισβήτησης. Από μόνος του ως κυρίαρχο σύστημα, διαπιστώθηκε επανειλημμένα με βάση την ιστορική πείρα, πως δεν κινδυνεύει να καταρρεύσει, όσες αντιθέσεις και αν έχει να διαχειριστεί. Αντίθετα, στα χρόνια που παρέμεινε μόνος και κυρίαρχος έχει αποκτήσει μια όλο και πιο βίαιη συμπεριφορά, τόσο ταξικά, όσο και στρατιωτικά, με καταστολές και επεμβάσεις. Κι αυτό, επειδή όπως αναφέραμε πιο πάνω, ελέγχει την οικονομία, τους θεσμούς και τις συνειδήσεις.

Στο θέμα μας όμως. Πολλές δυνάμεις που ιστορικά ανήκαν στο χώρο της αμφισβήτησης του καπιταλισμού, προσαρμόστηκαν στο νέο περιβάλλον και έχουν ενσκήψει με δέος, στον αγώνα της αυτοσυντήρητης και της προσαρμογής. Αποτέλεσμα αυτής της συμπεριφοράς, είναι να εγκλωβιστούν στο πλαίσιο που κυριαρχεί ο καπιταλισμός, θεσμικά, πνευματικά, πολιτιστικά και κυρίως, πολιτικά. Αφού έγιναν αποδεκτές από το κυρίαρχο θεσμικό πλαίσιο, φυσιολογικά ξεκίνησαν να δρουν με τους νόμους του και τους περιορισμούς του. Η βασική ιστορική αποστολή κάποιων από αυτές τις δυνάμεις, η οποία ήταν η καθοδήγηση της εργατικής τάξης, το δυνάμωμα της ταξικής τους συνείδησης και η υπεράσπιση των συμφερόντων της, αντικαταστάθηκαν με τη βασική ρητορική του συστήματος. Η βασική αυτή ρητορική εμπεριέχεται σε θεσμούς, σε πολιτικές, σε νόμους και συμπεριφορές: Όλοι μαζί μπορούμε να κάνουμε τον καπιταλισμό, καλύτερο.

Περισσότερο από κάθε αντικομμουνιστή στο παζάρι, οι δυνάμεις που ενσωματώθηκαν στο σύστημα, μισούν να μιλάς για αντίσταση, για αντίδραση και τελικά, σε πνίγουν, αν μιλήσεις για επανάσταση. Είναι πλήρως κατανοητές αυτές οι συμπεριφορές, ιδιαίτερα, αν ληφθεί υπόψη, πως μιας συνεπής κριτική της πολιτικής κατάστασης που καθημερινά διαμορφώνεται, ξεσκεπάζει και όσους την υπηρετούν. Κι αυτό διότι, εκείνοι που φαίνονται περισσότερο σε ένα τέτοιο πλαίσιο κριτικής, είναι αυτοί που κάποτε φορούσαν κόκκινο και σήμερα, το ρούχο τους δεν είναι ούτε γαλάζιο, ούτε κόκκινο, ούτε πράσινο, αλλά πολύχρωμο. Και το πολύχρωμο πανί, εκτίθεται πιο εύκολα γιατί χτυπά στο μάτι.

Αυτές οι δυνάμεις, επιτίθενται με μανία και πάθος σε οτιδήποτε τους θυμίζει το παρελθόν. Δεν θέλουν να θυμούνται, διότι έχουν βολευτεί με διάφορους τρόπους στη νέα τάξη πραγμάτων. Θα μπορούσαν να ήταν τίμιοι, αν αποδεχόντουσαν το νέο τους ρόλο. Αντί αυτού διεκδικούν το παρόν, το μέλλον, αλλά και οτιδήποτε έχει να κάμει με το παρελθόν και τους αγώνες της εργατικής τάξης. Η κριτική όμως για τη στάση και τη συμμετοχή τους σε όλα τα αντεργατικά και αντιλαϊκά γίνονται σήμερα, δεν είναι ζήτημα προσωπικό ή εμπεριέχει οποιαδήποτε διάθεση σύγκρουσης για χάριν της σύγκρουσης. Αν η κριτική που ασκείται τους ενοχλεί επειδή τους φωτογραφίζει, είναι επειδή είναι μέρος του παιχνιδιού που στήθηκε και συντηρείται ενάντια στην προοπτική για απαλλαγή της τάξης των εργαζομένων από την εκμετάλλευση και την εξαθλίωση.

Διαλεκτικά προσεγγίζοντας και αυτό το ζήτημα, μπορούμε να υποθέσουμε πως στην περίπτωση που η εργατική τάξη παραμείνει χωρίς άξιους εκπροσώπους, άρα χωρίς την κατάλληλη καθοδήγηση, τότε νομοτελειακά, θα αναζητήσει κάποια στιγμή τη λύση για τον εαυτό της. Και σε μια τέτοια περίπτωση, οι μεν θα ενσωματωθούν πλήρως στο αντιδραστικό στρατόπεδο και η εργατική τάξη, θα ξεκινήσει τους αγώνες που δικαιούται με φάρο τη δική της συνείδηση. Αργά ή γρήγορα, αυτό θα συμβεί.