Πάμπλο Νερούδα: Ωδή στον Στάλιν

Ιωσήφ Βησαριόνοβιτς Τζουγκασβίλι. Στάλιν. Σαν σήμερα έφυγε από τη ζωή ο ηγέτης της Σοβιετικής Ένωσης και καθοδηγητής της εποποιίας του σοβιετικού λαού που οδήγησε στη συντριβή του χιτλεροφασισμού.

Έφυγε από τη ζωή στις 5 του Μάρτη του 1953. Όμως υπάρχει λόγος που ακόμη το όνομα του σκορπά φόβο στους αστούς και κάθε λογής απολογητές της καπιταλιστικής βαρβαρότητας, από κεφαλαιοκράτες μέχρι φασίστες κι από αστούς μέχρι οπορτουνιστές. Δεν θα απαντήσουμε σήμερα στη χυδαία κατασυκοφάντηση του Στάλιν, η οποία δεν στοχοποιεί τον ίδιο, αλλά τη μόνη εναλλακτική στην καπιταλιστική βαρβαρότητα: Το σοσιαλισμό-κομμουνισμό.

Δεν θα απαντήσουμε στον αντικομμουνισμό που επιδιώκει να παρουσιαστεί ως δήθεν αντισταλινισμός, ούτε στις εμετικές διαστρεβλώσεις και παραχαράξεις για να εξισωθεί ο ναζισμός με το σοσιαλισμό-κομμουνισμό. Δεν θα αραδιάσουμε στοιχεία που διαλύουν την προπαγάνδα τους. Θα αφήσουμε τον ποιητή να μιλήσει στη θέση μας, με μια απλή επισήμανση. Ότι η κάθε προσωπικότητα πρέπει να κρίνεται στην περίοδο που έδρασε και πέραν από την αστική λάσπη και προπαγάνδα που με ευκολία λεγόμενοι αριστεροί σπεύδουν αντιδιαλεκτικά να υιοθετήσουν.

Ωδή στον Στάλιν
Πάμπλο Νερούδα (1953)

Σύντροφε Στάλιν, στεκόμουν πλάι στη θάλασσα στην Ίσλα Νέγρα,
κι αναπαυόμουν από μάχες και ταξίδια,
όταν το νέο του θανάτου σου έφτασε σαν πάταγος του ωκεανού.


Έπεσε πρώτα η σιωπή, βουβάθηκαν τα πάντα, κι ύστερα ήρθε απ’ τη θάλασσα ένα μεγάλο κύμα.
Από φύκια, από ανθρώπους κι από μέταλλα, πέτρες, αφρούς και δάκρυα ήταν φτιαγμένο αυτό το κύμα.
Από την ιστορία, το χώρο και το χρόνο συγκέντρωσε την ύλη του
κι υψώθηκε θρηνητικά πάνω απ’ τον κόσμο
ώσπου μπροστά στα μάτια μου σείστηκε η ακτή
και γκρέμισε την πόρτα μου το θλιβερό μαντάτο του
με μια κραυγή θεόρατη
λες κι άξαφνα συντρίφτηκε η γη.

Ήταν το 1914.
Στις φάμπρικες στοιβάζονταν ο σπαραγμός και τα σκουπίδια.
Οι πλούσιοι του νέου αιώνα
ξέσκιζαν με δαγκωματιές και μοίραζαν πετρέλαιο και νησιά, κανάλια και χαλκό.
Και ούτε μια σημαία τα χρώματά της δεν ξεδίπλωσε
χωρίς να ’χουν κηλίδες από αίμα.
Απ’ το Χονγκ Κονγκ ως το Σικάγο η αστυνομία
έψαχνε ντοκουμέντα και προβάριζε
τα μυδραλιοβόλα της στη σάρκα του λαού.
Πολεμικά εμβατήρια απ’ τ’ άγρια χαράματα
έστελναν στρατιωτάκους να πεθάνουν.
Ξέφρενος ήτανε των γκρίνγκος ο χορός
σε Παριζιάνικες μπουάτ τίγκα στην κάπνα.
Αιμορραγούσαν οι άνθρωποι.
Μια αιμάτινη βροχή
έπεφτε απ’ τη γη,
λεκιάζοντας τ’ αστέρια.
Και τότε πρεμιέρα έκαν’ ο θάνατος με σιδερένια πανοπλία.
Η πείνα
στους δρόμους της Ευρώπης
μπήκε σαν παγωμένος άνεμος φύλλα ξερά λιχνίζοντας και κόκαλα σπασμένα.
Σάρωνε το φθινόπωρο κουρέλια.
Σερνότανε ο πόλεμος στους δρόμους.
Μια μυρωδιά από χειμώνα κι από αίμα
ανάδινε η Ευρώπη
σάμπως σφαγείο παρατημένο.
Στο μεταξύ τ’ αφεντικά
του άνθρακα
του σίδερου
του χάλυβα
του καπνού
των τραπεζών
του φυσικού αερίου
του χρυσού
του αλεύρου
του νίτρου
της εφημερίδας El Mercurio
οι ιδιοχτήτες των μπουρδέλων
οι Βορειοαμερικάνοι γερουσιαστές
οι πειρατές,
σκασμένοι απ’ το χρυσάφι και το αίμα
όλου του κόσμου,
ήταν μαζί κι αφεντικά
της Ιστορίας.
Απάνω εκεί στρογγυλοκάθονταν
με φράκα, πνιγμένοι στη δουλειά
μοιράζοντας παράσημα,
επιταγές χαρίζοντας στην είσοδο
για να τις κλέψουν πάλι με την έξοδο,
προσφέροντας μετοχές απ’ το χασάπικο
και ξεκολλώντας με δαγκωματιές
κομμάτια του λαού και της γεωγραφίας.

Τότε με ντύσιμο απλό
κι εργατικό κασκέτο
μπήκε ο άνεμος,
εμπήκε του λαού ο άνεμος.
Ήταν ο Λένιν.
Άλλαξ’ η γη, ο άνθρωπος, η ζήση.
Ο επαναστάτης αέρας της λευτεριάς
σκόρπισε τα χαρτιά
τα λεκιασμένα. Γεννήθηκε μια χώρα
που δε σταμάτησε ποτέ να μεγαλώνει.
Μεγάλη όσο κι ο κόσμος, αλλά χωράει
ως και στην καρδιά του πιο
μικρού
εργάτη του γραφείου ή της φάμπρικας,
του πλοίου ή του χωραφιού.
Ήταν η Σοβιετική Ένωση.

Δίπλα στον Λένιν
προχώραγε ο Στάλιν
κι έτσι, με άσπρη μπλούζα,
και με το γκρί κασκέτο του εργάτη,
ο Στάλιν,
με το γαλήνιο βήμα του,
μπήκε στην Ιστορία με συνοδιά
τον Λένιν και τον άνεμο.
Ο Στάλιν από τότε
έχτισε. Όλα
τα χρειαζούμενα. Παράλαβε ο Λένιν απ’ τους τσάρους
αράχνες και κουρέλια.
Ο Λένιν άφησε κληρονομιά
για μια πλατιά κι ελεύθερη πατρίδα.
Ο Στάλιν την εγέμισε
σχολεία και αλεύρι,
τυπογραφεία και μήλα.
Ο Στάλιν, απ’ το Βόλγα
μέχρι τα χιόνια
του απροσπέλαστου Βορρά
το χέρι του έβαλε κι απάνω του ένας άνθρωπος
που άρχισε να χτίζει.
Οι πόλεις γεννηθήκανε.
Οι στέπες τραγουδήσαν
πρώτη φορά με του νερού τα λόγια.
Τα ορυκτά
αναδύθηκαν,
βγήκαν
από τα σκοτεινά τους όνειρα,
υψώθηκαν,
κι έγιναν ράγιες και τροχοί,
λοκομοτίβες, σύρματα
που κουβαλάγανε ηλεκτρισμένες συλλαβές
σε όλα τα μήκη και τα πλάτη.

Ο Στάλιν
έχτιζε.
Από τα χέρια του
ξεφύτρωσαν
σιτοβολώνες,
τραχτέρια,
σπουδαστήρια,
δρόμοι,
κι αυτός εκεί,
απλός όπως εσύ κι όπως εγώ,
άμα εσύ κι εγώ μπορούσαμε
να ’μαστ’ απλοί όπως κι εκείνος.
Αλλά θα το μπορέσουμε.
Η απλότητά του κι η σοφία του,
η φτιαξιά του
από γλυκό ψωμί κι από ατσάλι αλύγιστο
μας βοηθάει να είμαστ’ άνθρωποι την πάσα ημέρα,
την πάσα ημέρα μάς βοηθάει να είμαστ’ άνθρωποι.

Να είμαστε άνθρωποι! Αυτός είναι
ο σταλινικός νόμος!
Δύσκολο να ’ναι κανείς κομμουνιστής.
Θα πρέπει να το μάθει.
Να είμαστε άνθρωποι κομμουνιστές
είναι ακόμα δυσκολότερο,
και πρέπει να το μάθουμε απ’ τον Στάλιν,
από την ήρεμή του δύναμη,
από την μπετονένια διαύγειά του,
την περιφρόνησή του
στα φληναφήματα,
στην κούφια αφηρημένη αρθρογραφία.
Αυτός επήγε κατευθείαν
στο ψαχνό
την ίσια δείχνοντας
ξεκάθαρη γραμμή,
μπαίνοντας στα προβλήματα
χωρίς τα λόγια εκείνα που κρύβουν
την κενότητα,
στο αδύναμο το κέντρο ακριβώς,
που θα διορθώσουμε με το δικό μας τον αγώνα,
κλαδεύοντας τ’ αγριόχορτα,
κάνοντας να φανεί το σχήμα των καρπών.

Ο Στάλιν είναι το καταμεσήμερο,
είναι η ωριμότητα ανθρώπου και λαών.
Το είδανε στον πόλεμο
οι γκρεμισμένες πόλεις
να βγάζει μέσα απ’ τα ερείπια
την ελπίδα,
και να την πλάθει απ’ την αρχή
για να την κάνει ατσάλι,
και να ορμάει με τη λάμψη της
συντρίβοντας
τα οχυρά του ερέβους.
Βόηθησε ως και τις μηλιές
της Σιβηρίας
να δώσουνε καρπό μέσα στην καταιγίδα.
Στα πάντα έμαθε
να μεγαλώνουν, να ψηλώνουν,
το ’μαθε στα φυτά, στα μέταλλα,
στα πλάσματα τα ζωντανά και στα ποτάμια
να μεγαλώνουν έμαθε,
καρπό να δίνουν και φωτιά.
Έμαθε σ’ όλους την Ειρήνη
κι έτσι σταμάτησε
με το φαρδύ του στήθος
τους λύκους του πολέμου.

Μπροστά στη θάλασσα της Ίσλα Νέγρα, το πρωί,
ύψωσα τη σημαία της Χιλής μεσίστια.
Ήταν η ακτή ερημική και μια ασημένια ομίχλη
γινόταν ένα με του ωκεανού το μεγαλόπρεπο αφρό.
Μεσίστιο, μέσα στον κάμπο του γλαυκού,
και το μοναχικό αστέρι της πατρίδας μου,
ανάμεσα ουρανού και γης, έμοιαζε δάκρυ.
Πέρασε κάποιος χωριανός, χαιρέτησε συμπάσχοντας,
κι έβγαλε το καπέλο του.
Ένα παιδί ήρθε και μου άπλωσε το χέρι.
Κι αργότερα αυτός που ψάρευε αχινούς, ο γερο-βουτηχτής
και ποιητής
ο Γκονσαλίτο, ήρθε κοντά και με συντρόφεψε κάτω απ’ τη σημαία.
«Ήτανε ο πιο σοφός απ’ όλους τους ανθρώπους», μου είπε
κοιτάζοντας τη θάλασσα με τα γέρικά του μάτια, με τα αρχαία
μάτια του λαού.
Κι ύστερα, για ώρα πολλή δε βγάλαμε μιλιά.
Ένα κύμα
ταρακούνησε τις πέτρες της στεριάς.
«Αλλά ο Μαλενκόφ θα συνεχίσει τώρα το έργο του», συμπλήρωσε
κι ανασηκώθηκε ο φτωχός ψαράς με το τριμμένο του σακάκι.
Τον κοίταξα κατάπληκτος και σκέφτηκα: Πώς, πώς το ξέρει;
Από πού το ’μαθε, σε τούτη εδώ την έρημη ακτή;
Και το κατάλαβα πως είχε μάθει από τη θάλασσα.

Κι εκεί, μες στην αγρύπνια μας, ένας ποιητής,
ένας ψαράς κι η θάλασσα, κοιτάζουμε
τον Καπετάνιο απόμακρα, όπου τραβώντας για το θάνατο
άφησε σ’ όλους τους λαούς, κληρονομιά, τη ζήση του.

Τα Σταφύλια κι ο Άνεμος (Las uvas y el viento, Santiago, 1954)
Πρώτη ελληνική μετάφραση:
Μπάμπης Ζαφειράτος, 26/10/2018 (μετάφραση από www.katiousa.gr)