Ποιός στέρησε το ποδόσφαιρο στα εγγόνια του Γιώρκου και του Αλή;

Θυμάμαι όταν ήμουνα μικρός και τα καλοκαίρια τα περνούσα στον παππού, αυτός με έπαιρνε τακτικά στο περιβόλι του Αλή, για να πιουν τον καφέ ή το κονιάκ τους κι εγώ να παίξω με τα εγγόνια του.

Συνήθως τη βγάζαμε κολυμπώντας στη δεξαμενή του περιβολιού και παίζοντας ποδόσφαιρο κάτω από τις λεμονιές. Θυμάμαι πως αρκετές φορές ο παππούς και ο φίλος του, είχαν διαφορετικές απόψεις για αρκετά ζητήματα. Χαρακτηριστικά θυμάμαι πως ενώ ο παππούς επέμενε πως τα χαλλούμια με γάλα προβάτου ήταν τα καλύτερα, ο Αλή διαφωνούσε και είχε την άποψη πως το καλύτερο χαλλούμι είναι αυτό της κατσίκας. Μια μέρα που ήταν στη παρέα τους και ο Αχμέτης, βοσκός και αυτός από την Πύλα, τους έβαλε στη θέση τους: «Το καλύτερο χαλλούμι καρντάσηδες, είναι μισό-μισό, γάλα προβάτου και κατσίκας». Έπαιξε χωρίς να το γνωρίζει ο Αχμέτης, το ρόλο του «ειρηνοποιού», αφού μετά από αυτή τη δήλωση, δεν συζήτησαν ξανά για το θέμα. Αρκέστηκαν στον καφέ τους, στο κονιάκ και στις συζητήσεις για τα κυνήγια και τις τιμές των χαλλουμιών και του αρνιού. Εμείς από την άλλη, συνεχίζαμε να παίζουμε ποδόσφαιρο, να τσακωνόμαστε για τα φάουλ και να πανηγυρίζουμε για τα γκολ.

Λέτε το κυπριακό πρόβλημα να είναι αποτέλεσμα των υπόλοιπων διαφορών που είχαν ο παππούς μου με το φίλο του τον Αλή από το Πέργαμος και δεν μεσολάβησε κανείς τότε να επιλυθούν έγκαιρα; Δεν ξέρω. Θυμάμαι όμως πως άμα περνούσαν μέρες να πάμε επίσκεψη, ο Αλή έλεγε στον παππού:

– Hos geldin Γιώρκο μου, που εχάθηκες;

Και του έσφιγγε το χέρι με δύναμη, ενώ εμένα με φιλούσε πάντα στο μέτωπο, λέγοντας μου πως είμαι λεβέντης. Και είχε πάντα ένα μεγάλο χαμόγελο ζωγραφισμένο στο πρόσωπο του και αυτό με έκανε να πιστεύω πως οι Τουρκοκύπριοι χαμογελούνε πιο όμορφα από τους Ελληνοκύπριους. Ή τέλος πάντων, εκείνη την εποχή, τα χαμόγελα ήταν μεγάλα και αληθινά. Μόνο άμα συζητούσαν για όσα έγιναν το 1974, το χαμόγελο έσβηνε. Μα πάντα κατέληγαν στο ίδιο συμπέρασμα.

– Μοίρασαν το τόπο οι ξένοι Γιώρκο μου.

– Την κατάρα μου να’ χουν ρε Αλή. Εμείς φίλοι ήμασταν και φίλοι θα μείνουμε.

Τακτικά συζητούσαν για τη φτώχεια τους, με τρόπο που εγώ καταλάβαινα πως για την ίδια φτώχεια μιλούσαν. Για τις ανάγκες των παιδιών τους, για τις κόρες τους που θα παντρέψουν και την προίκα που δεν είχαν να δώσουν. Για τον τσιφλικά της περιοχής, που δεν άφησε χωράφι για χωράφι που να μην το αγοράσει ή να το ενοικιάσει για σπορά. Σιγά σιγά δεν θα έμενε σπιθαμή γης να βοσκήσουν τα πρόβατα. Οι καιροί άλλαζαν και οι εποχές που οι κάμποι ήταν ανοικτοί σε όλους τους βοσκούς, τέλειωναν. Έπρεπε να πληρώνουν στο μεγαλοτσιφλικά για να βοσκήσουν τα πρόβατα. Και δεν είχαν και τι να πληρώσουν. Αν θυμάμαι κάτι πολύ έντονα από εκείνες τις εποχές, είναι το άχ και το βαχ με το οποίο τέλειωναν συνήθως οι κουβέντες τους.

Την εποχή στην οποία αναφέρομαι όμως, τη σημάδεψε έντονα η δράση της ΕΟΚΑ Β’ και της ΤΜΤ, το πραξικόπημα και η εισβολή. Σε κάποιους κύκλους αναπτύχτηκε η λογική του διαχωρισμού και η Κύπρος έπρεπε να γίνει είτε ελληνική, είτε τουρκική. Οι διαφορές του παππού με τον Αλή, για το χαλλούμι ή για το κυνήγι, δεν πέρασαν απαρατήρητες από τους ξένους, που επιφορτίστηκαν το καθήκον να προστατέψουν το νησί πάση θυσία από τέτοιες, διαφορές! Τόσο πριν το 1974, όσο και μετά, με ακόμα πιο έντονο ενδιαφέρον. Εισάγοντας τη λογική του διαχωρισμού και της χωριστής εθνικής καταγωγής. Το έκαναν στο σύνταγμα, συνέχισαν να το κάνουν με την οικονομική και άλλη στήριξη σε οργανώσεις που προωθούσαν τον εθνικισμό και το διαχωρισμό, το κάνουν και σήμερα με τις λύσεις που προωθούν. Η φτώχεια, οι τσιφλικάδες, τα κοινά βάσανα και οι έγνοιες της ζωής, διαγράφηκαν χωρίς πιστοποιητικό. Προτεραιότητα ήταν η εθνική καταγωγή και το αλληλοφάγωμα. Μα ούτε και έτσι τους έκαναν το χατίρι ο παππούς και ο Αλή. Και πάλι δεν τσακώθηκαν και συνέχισαν τις κουβέντες τους, το καφέ και το κονιάκ τους.

Ποιός χώρισε τους Κύπριους σε Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους; Ποιός έβαλε διαχωριστικές γραμμές κατοχής μεταξύ των χωραφιών του παππού και του Αλή;

Ποιος έθεσε ζήτημα ασφάλειας μεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων; Ποιος σχεδίασε το πραξικόπημα και την εισβολή της Τουρκίας στην Κύπρο, ώστε να προστατευτεί ο Αλή από το παππού μου;

Ιμπεριαλισμό τον είπαμε εμείς και αποδείξεις πως αυτός οργάνωσε το μίσος, τον εθνικισμό και το διαχωρισμό, βρήκαμε πολλές. Τα ίδια είχε κάμει εξάλλου σε αμέτρητες περιοχές στον πλανήτη. Μέχρι σήμερα, αυτό κάνει και το κάνει μπροστά στα μάτια μας. Χρησιμοποιεί τα αεροδρόμια μας, τα λιμάνια μας, τις υποδομές μας, το νησί μας. Και σκορπίζει το θάνατο και το διαχωρισμό λαών της περιοχής. Και μείς εδώ, χαρίζουμε νέες βάσεις και νέες διευκολύνσεις στον ιμπεριαλισμό; διότι έτσι θα διασφαλίσουμε την πάρτη μας! Και επικρατεί μια σιωπή από όσους όφειλαν να μιλήσουν, που σε κάνει να ντρέπεσαι για την ιστορία.

Και διοργανώνει ο σύγχρονος ιμπεριαλισμός εκδηλώσεις «Ειρήνης και συμβίωσης», φορώντας προσωπίδες και κουστούμια κάθε λογής. Για το παππού μου και τον Αλή, τέτοια πράγματα δεν χρειάστηκαν ποτέ, δεν ήταν στην κουλτούρα και το χαρακτήρα τους. Διότι κοινά ήταν και η κουλτούρα και ο χαρακτήρας, τα βάσανα, το αχ και το βαχ! Προσπαθούν να μας πείσουν λοιπόν, πως κάπου εκεί στην Πύλα, στο Πέργαμος και στην Ξυλοτύμπου, αναπτυχτήκαν τέτοιες διαφορές μεταξύ των ανθρώπων που οδήγησαν στο αλληλοφάγωμα και στο διαχωρισμό. Όχι λοιπόν, δεν θα το ανεχτούμε αυτό, δεν θα παραχαραχτεί η ιστορία του παππού και του Αλή. Ο μόνος ειρηνοποιός που γνώρισαν τότε, ήταν ο Αχμέτης και ξένοι αστέρες, ξένες κυβερνήσεις και ξένα συμφέροντα, δεν χρειάστηκαν να γεφυρώσουν τις διαφορές τους.

Η κληρονομιά των παππούδων μας είναι καθαρή και κρυστάλλινη.

Σκεφτόντουσαν ταξικά χωρίς να το προσπαθήσουν, μοιραζόντουσαν τα βάσανα τους γιατί ήταν κοινά. Ανησυχούσαν για τη βοσκή και τα χωράφια που χανόντουσαν, διότι κοινός ήταν ο κίνδυνος να στερηθούν τους ανοικτούς κάμπους και την ελευθερία της βοσκής. Οι ανοικτοί κάμποι μεταξύ των χωριών του Περγάμου, της Ξυλοτύμπου και της Πύλας, δεν υπάρχουν πια. Η εισβολή, η κατοχή και η επικράτηση των σχεδίων των ιμπεριαλιστών, δεν επιτρέπει πλέον την ελεύθερη βόσκηση.

Ας εξηγήσουν λοιπόν όσοι θεωρούν πως έπαψα να είμαι φίλος με τα εγγόνια του Αλή, ποιος στέρησε το ποδόσφαιρο σε μας τόσα χρόνια. Ποιος έβαλε σταυρούς και σημαίες μεταξύ των χωραφιών μας. Ποιος χώρισε τις ζωές μας.

Ο Αλή πάντως και ο Γιώρκος, δεν ευθύνονται και αν ζούσαν, θα ήταν πολύ θυμωμένοι που παραχαράσσεται η ζωή και η φιλία τους για τα συμφέροντα των ξένων. Θα ντρέπονταν αν ερχόντουσαν αυτοί που φοβόντουσαν μην τους στερήσουν τη βόσκηση, να τους εξηγήσουν τι εστί φιλία μεταξύ ενός Τουρκοκύπριου και ενός Ελληνοκύπριου.

Θα ντρεπόντουσαν αν οι μεγαλοτσιφλικάδες μεσολαβούσαν να τους λύσουν διαφορές που οι ίδιοι ποτέ δεν είχαν. Θα θύμωναν και θα τους έδιωχναν από το περιβόλι και τη μάντρα με τα ζώα. Γιατί όσο και να προσπάθησαν να το κρύψουν οι ξένοι, ο παππούς και ο Αλή ήξεραν πολύ καλά το ρόλο του καθενός σε αυτή την ιστορία.

Όταν ο Γιώρκος και ο Αλή αναγνώριζαν ποιοι είναι οι εχθροί τους, δεν τους χώριζαν σε Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους. Συνειδητοποιούσαν και το ρόλο των μεγαλοτσιφλικάδων, μα και το ρόλο των ξένων σε αυτή την ιστορία.

Δεν άφηναν κανένα να τους αλλάξει τις αλήθειες τους.