Ανθρώπινες ιστορίες απλών εργαζόμενων – Ο Θεοδόσης, ο Κυριάκος, ο Αντώνης, η Άντρη…

Δευτέρα πρωί, ώρα 4 τα ξημερώματα και ο Θεοδόσης από το Συγχαρί και τώρα στον Κοτσιάτη, ξεκινά για το μεροκάματο. Άνθρωποι με θέληση πανίσχυρη σαν ατσάλι και τιμιότητα απαστράπτουσα σαν χρυσός, θα σηκωθούν αυτή την ώρα από το κρεβάτι και θα βαδίσουν για το μεροκάματο. Ένας από αυτούς ο καλός μου φίλος Θεοδόσης. Δώδεκα και δεκατέσσερις ώρες τη μέρα στο πόδι και τις περισσότερες πίσω από το τιμόνι για 1.200 ευρώ μεροκάματο το μήνα.

Ο Θεοδόσης με πρόσωπο τσακισμένο από τα βάσανα και τις κακουχίες, την προσφυγιά, τη φτώχια, την εκμετάλλευση του καπιταλιστικού συστήματος που έζησε στο πετσί του, εντούτοις πάντα με ένα χαμόγελο και μια αισιοδοξία ότι μπορούμε να δαμάσουμε το θεριό της εκμετάλλευσης και να φέρουμε τον κόσμο στα δικά μας μέτρα. Όχι με μια καλύτερη διαχείριση του καπιταλισμού, αλλά με το τσάκισμα του. Το γνωρίζει καλά ο Θεοδόσης, όπως και το ότι η εργατική τάξη χρειάζεται ουσιαστική στήριξη και καθοδήγηση από μια επαναστατική πρωτοπορία που σήμερα δεν υπάρχει στην Κύπρο.

Ώρα 3 το μεσημέρι, Παρασκευή, και βγαίνω με ένα αυτοκίνητο για «πρόβα», όπως λέμε στη γλώσσα μας οι μηχανικοί. Σταματώ για λίγο στο συνεργείο του καλού μου φίλου και συνάδελφου Κυριάκου στη Λάρνακα. Πρόσφατα ο Κυριάκος έγινε και πατέρας. Ένας λεβέντης νέος, δύο μέτρα, που μιλά με κουβέντες ώριμες και μετρημένες, βγαλμένες μέσα από τη σκληρότητα της πάλης για το μεροκάματο. Διασταυρώνουμε τα μουντζουρωμένα μας χέρια και αρχίζουμε να μιλάμε για προβλήματα των αυτοκινήτων. Όπως μιλάμε, η κουβέντα πάει αλλού, πάει στη ζωή, στην κοινωνία, στο περιβάλλον που διαλύεται, ναι και για αυτό μιλήσαμε.

Η συζήτηση με τον Κυριάκο αποκτά βάθος, αφού το βάθος σε μια συζήτηση δεν έχει να κάνει με τα πόσα πτυχία απέκτησες, αλλά με τις παραστάσεις σου στη ζωή, την κοινωνική μόρφωση, την ταξική συνειδητοποίηση, την έγνοια σου για τον άνθρωπο και ότι τον περιβάλλει. Πότε θα γράψει κάποιος και για εμάς με ρωτά. Εμάς που δουλεύουμε από το πρωί μέχρι το βράδυ για χίλια ευρώ το μήνα, αφού αλλιώς δεν βγαίνει το μαγαζί. Εμάς τους «λαθκιασμένους», που κάποιοι δήθεν εργατοπατέρες μας ξέρουν μόνο κάθε φορά που έχει εκλογές. Θα γράψουμε Κυριάκο του λέω, εσύ, εγώ και οι άλλοι σύντροφοι που μιλάμε την ίδια γλώσσα, που αγαπάμε τον άνθρωπο με ανιδιοτέλεια και ξέρουμε να υποκλινόμαστε στο μεγαλείο της εργατικής τάξης και της φτωχολογιάς.

Βράδιασε, ημέρα Τρίτη και σε ένα μεγάλο κτήριο είναι μαζεμένα αρκετά νέα παιδιά που εκπαιδεύονται να γίνουν οι αυριανοί τεχνίτες οχημάτων, σε ένα κόσμο τεχνολογίας που αλλάζει με ιλιγγιώδη ταχύτητα και ο καθένας προσπαθεί να κρατηθεί κοντά, για να μείνει στο επάγγελμα. Ανάμεσα σε αυτά τα παιδιά ο Αντώνης, ένας χαμογελαστός νέος 23 ετών, που παρότι νεαρός, εντούτοις τρομερός τεχνίτης.

Ο Αντώνης έρχεται προς το μέρος μου, χαμογελά, αλλά ταυτόχρονα κοντοστέκεται. Που ήσουν Αντώνη στα τελευταία μαθήματα, τον ρωτώ. Χίλια συγγνώμη μου λέει και συνεχίζει… Είχα πολύ δουλειά στο συνεργείο του πατέρα μου και είχα ανάγκη αυτά τα επιπλέον χρήματα. Πώς να περάσει ο Αντώνης, αρραβωνιασμένος άνθρωπος με 800 ευρώ το μήνα και να πληρώνει και τη Σχολή για να πάρει και αυτός ένα χαρτί όπως λέει;

Το καπιταλιστικό σύστημα και το αστικό κράτος, έριξαν τον Θεοδόση, τον Κυριάκο, τον Αντώνη μέσα στις μυλόπετρες και τους ξεζουμίζουν. Νιώθουν μόνοι και έχουν την ανάγκη της οργανωμένης αλληλεγγύης των υπόλοιπων εργαζόμενων. Είναι η δική τους, η δική μας ασπίδα αυτή.

Ανθρώπινες ιστορίες εργαζόμενων ο Θεοδόσης, ο Κυριάκος, ο Αντώνης, η νεαρή μητέρα η Άντρη από τη Λεμεσό που «κρατά» μια εταιρεία μόνη της, δουλεύοντας δωδεκάωρα και αμειβόμενη με χίλια ευρώ το μήνα!

Απλοί εργαζόμενοι, γίγαντες αυτού του κόσμου, βάζουν την κυπριακή κοινωνία σε κίνηση κάθε μέρα, αλλά είναι στο περιθώριο. Δικό μας καθήκον, των κομμουνιστών, να αφυπνίσουμε και να οργανώσουμε την εργατική τάξη. Να αγωνιστούμε μέχρι να πάρουν τη θέση που τους αξίζει αυτοί οι γίγαντες. Να αγωνιστούμε για την πραγματική λαϊκή εξουσία!