Όταν η «υπευθυνότητα» φέρνει στρεβλώσεις

Από τη δεκαετία του 1980 έχει θεσπιστεί ο Κώδικας Βιομηχανικών Σχέσεων τον οποίο καλούνται όλοι να σέβονται και να λειτουργούν μέσα στα καθορισμένα πλαίσια που έχουν συμφωνηθεί, ρυθμίζοντας τους όρους εργασίας. Με τις εργασιακές σχέσεις όπως είχαν διαμορφωθεί, στη σύναψη συλλογικών συμβάσεων, θεσμοθετημένα συμμετείχαν όλα τα εμπλεκόμενα μέρη, συνδικαλιστικές οργανώσεις και εργοδοτικές οργανώσεις με την ευχέρεια να σταλούν θέματα σε διαμεσολάβηση στο Υπουργείο Εργασίας που οφείλει να λειτουργεί συμβιβαστικά για άρση αδιεξόδων. Σε περίπτωση αδιεξόδου τότε υπήρχε η δυνατότητα να παρθούν μέτρα, όπως στάση εργασίας, αποχής από υπερωρίες, ή και απεργία.

Τα τελευταία χρόνια ζήσαμε το φαινόμενο οι κυβερνήσεις να παραβιάζουν απροκάλυπτα τον Κώδικα Βιομηχανικών Σχέσεων, ρυθμίζοντας μονομερώς τους εργασιακούς όρους μέσω νομοσχεδίων και με τη Βουλή πρόθυμη να τα ψηφίζει σε νόμους ή με την έκδοση υπουργικών αποφάσεων.

Το πακέτο νόμων που ψηφίστηκε το 2012 ήταν μια βίαιη απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων που το συνδικαλιστικό κίνημα αντιμετώπισε με αμηχανία, που ενώ καταδίκασε λεκτικά και γραπτά την επίθεση, δεν ήταν πρόθυμο να αντιδράσει δυναμικά για να το σταματήσει ή να το ανατρέψει. Η αδυναμία ή και η απροθυμία να αντιμετωπίσουν τη βάρβαρη απορρύθμιση στις εργασιακές σχέσεις παρουσιάστηκε σαν υπεύθυνος συνδικαλισμός, σαν δείγμα στήριξης της καπιταλιστικής οικονομίας, αποδεχόμενοι οι ίδιοι οι εκπρόσωποι των εργαζομένων πως οι εργαζόμενοι θα πληρώσουν από το μισθό τους την τραπεζική κρίση, νομιμοποιώντας με την μη αντίδραση τους τα μέτρα λιτότητας.

Έκτακτή αποκοπή μισθών, μείωση απολαβών, αύξηση ΦΠΑ, αύξηση τελών, φόροι, έκτακτή εισφορά, αύξηση του ορίου συνταξιοδότησης, παγοποίηση προσαυξήσεων, φορολόγηση εφάπαξ, πέναλτι για πρόωρες αφυπηρετήσεις, μείωση στις κλίμακες νεοεισερχόμενων υπαλλήλων, μείωση σε επιδόματα, παγοποίηση θέσεων προσλήψεων και προαγωγών, παγοποίηση ΑΤΑ, κουτσούρεμα ΑΤΑ, αύξηση της εισφοράς για την άμυνα, σταδιακή κατάργηση των ταμείων συντάξεων, αύξηση της εισφοράς στο ταμείο χήρων και ορφανών, εκβιασμοί, παραιτήσεις, απολύσεις.

Τα μνημονιακά μέτρα κτυπούσαν κυρίως τη μεσαία και χαμηλή τάξη. Τα πλείστα μέτρα αφορούσαν το Δημόσιο και Ευρύτερο Δημόσιο Τομέα και διοχετεύτηκε μέσα στην κοινωνία σαν δημοσιονομική αναγκαιότητα, άλλοι το παρουσίασαν σαν ένα βίαιο τρόπο να σμικρυνθεί το χάσμα μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού τομέα. Το αποτέλεσμα όμως ήταν η επίθεση αυτή να μεταφερθεί με ακόμη μεγαλύτερη βαρβαρότητα στους εργαζόμενους του Ιδιωτικού Τομέα, με το χάσμα να μεγαλώνει ακόμα περισσότερο.

Οι Συνδικαλιστικές Ομοσπονδίες ΠΕΟ και ΣΕΚ όλα αυτά τα χρόνια έκριναν πως δεν θα επιλύσουν το θέμα δικαστικώς, έτσι προχώρησαν σε συναρμολόγηση μια Συμφωνίας Πλαίσιο, που ουσιαστικά αποδέχεται τη νομιμότητα αυτών των νόμων μπαίνοντας στη λογική της σταδιακής επαναφοράς των μισθών σε βάθος χρόνου, ξεγράφοντας ουσιαστικά όλα τα υπόλοιπα που είχαν χαθεί, ενώ ταυτόχρονα μέσω της συμφωνίας που υπογράφηκε με το Υπουργείο Οικονομικών δεν θέτει καν θέμα αναδρομικότητας.

Σήμερα που το Διοικητικό Δικαστήριο έχει κρίνει αντισυνταγματικούς τους νόμους για παγοποίηση ΑΤΑ, προσαυξήσεων, μειωμένο εφάπαξ και μείωση απολαβών και εν αναμονή της απόφασης από το Ανώτατο για την έφεση που έχει ασκήσει η Κυβέρνηση, το συνδικαλιστικό κίνημα έχει να διαχειριστεί μια κατάσταση που το αφήνει ανεπανόρθωτα εκτεθειμένο.

Ενώ γνωρίζουν όλοι πως οι νόμοι και η δικαστική επίλυση των εργασιακών θεμάτων καταργεί το ρυθμιστικό ρόλο των Συνδικαλιστικών Οργανώσεων, αφέθηκε η κατάσταση να εκτροχιαστεί με την ανοχή τους στη ψήφιση νόμων που ρύθμιζαν όσα εκ του ρόλου τους έπρεπε να ρυθμίζονται μεταξύ των εμπλεκομένων, βάση του Κώδικα Βιομηχανικών Σχέσεων. Σήμερα με φόντο τις αποφάσεις του Διοικητικού Δικαστηρίου οι πιέσεις που δέχονται οι συνδικαλιστικές οργανώσεις από τους εργαζόμενους βασίζονται σε αποφάσεις που συγκυριακά έτυχε να είναι υπέρ τους. Το δίλλημα είναι πολεμούμε και κερδίζουμε μέσα στις δικαστικές αίθουσες ή στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων και στους δρόμους;

Και ενώ το αστικό κοινοβούλιο και το δικαστικό σύστημα αποδεδειγμένα λειτουργούν με ετεροβαρή τρόπο εναντίον του ίδιου του λαού που υποτίθεται υπηρετουν, έρχονται οι ίδιες οι Συντεχνίες να αναγνωρίσουν την αδυναμία τους και ζητούν επιλεκτικά τη νομοθετική ρύθμιση για κατώτατο μισθό που θα μπορεί η κάθε κυβέρνηση μέσω των συγκυριακών συνεργασιών στη Βουλή να τροποποιεί όποτε θέλει. Επίσης ζητούν τη νομική κατοχύρωση των συλλογικών συμβάσεων, μετατρέποντας έτσι τις παραβιάσεις σε εργατικές διαφορές που θα επιλύονται δικαστικώς, αντί με προκήρυξη μέτρων ως όφειλαν. Με τις συνδικαλιστικές οργανώσεις να διορίζουν δικηγόρους να τις εκπροσωπούν, η πιθανή συμμόρφωση θα έρχεται σε βάθος χρόνου στις δικαστικές αίθουσες και με την έκδοση διαταγμάτων συμμόρφωσης.

Το οξύμωρο της όλης κατάστασης είναι πως ενώ αντιλαμβάνονται όλοι την μελλοντική ζημιά που επιφέρει στην ίδια την οργάνωση των εργαζομένων αυτή η μέθοδος και ενώ συνειδητά στρέφουν τη δράση τους στη νομοθετική ρύθμιση των μεγάλων θεμάτων, επέλεξαν να αφήσουν εκτός δικαστηρίων πληθώρα αντεργατικών νόμων που ψηφίστηκαν ομόφωνα από τη Βουλή με την επίκληση του δικαιώματος στην διαπραγμάτευση εκ των υστέρων.

Άρα το ερώτημα που πρέπει να απαντήσουμε είναι Διαπραγματεύσεις ή Αγωγές; Εισφορά σε συντεχνία ή επιλογή δικηγόρου;

Υπάρχουν καθορισμένα όρια τελικά στο τι είναι συνδικαλιστικό θέμα και τι νομοθετικό; Ή μήπως καθορίζονται τα θέματα από το κενό που αφήνει η αδυναμία των Συνδικαλιστικών Οργανώσεων; Που πρέπει να υπάρχει νομοθετική ρύθμιση και που το δικαίωμα της διαπραγμάτευσης;

Η απάντηση δεν είναι απλή, ούτε χωρίς κόστος όταν έχεις απεμπολήσει το ρόλο σου. Η συνεχιζόμενη ανοχή δημιουργεί αδιέξοδα που ενώ θεωρητικά η θέση αρχής παραμένει, για σεβασμό στις διαπραγματεύσεις, όταν οι διαπραγματεύσεις καταλήγουν να αποδέχονται τα τετελεσμένα, που είναι εις βάρος των συμφερόντων των εργαζομένων τότε φυσιολογικά οι εργαζόμενοι θα επιλέξουν να αντιπροσωπευθούν από δικηγόρο αντί από συνδικαλιστή.

Δυστυχώς τα παραδείγματα αποχαρακτηρισμού του συνδικαλιστικού κινήματος βοούν.

Χαρακτηριστική ήταν η στάση σε πρόσφατη απόφαση του υπουργικού συμβουλίου για το μέλλον των ταμείων υγείας, που ενώ η αρχική αντίδραση των συνδικαλιστικών οργανώσεων ήταν πως παραβιάζει τις αρχές της διαπραγμάτευσης και ζητείτο η απόσυρση της απόφασης στο σύνολο της, απειλώντας μάλιστα με μέτρα, μετά από λίγες μέρες, ακυρώνοντας οι ίδιες οι οργανώσεις την ανακοίνωση τους, αποδέχθηκαν να συζητήσουν την υπουργική απόφαση στο προεδρικό μέγαρο. Για άλλη μια φορά αναιρώντας τη θέση τους, μια στάση που δείχνει πόσο κοντόφθαλμες και καταστροφικές είναι οι πολιτικές και τακτικές που ακολουθούν για το μέλλον του συνδικαλισμού…

Επιπρόσθετα, οι συνδικαλιστικές οργανώσεις φαίνονται και πρόθυμες να παραχωρήσουν τη διαχείριση ταμείων προνοίας στην Κυβέρνηση, με ορατό τον κίνδυνο να καταστούν τα ταμεία δανειστής του κράτους. Τα 7 δις που «δανείστηκε» το κράτος από τις κοινωνικές ασφαλίσεις και έχουν διαγραφεί από τα νούμερα του δημόσιου δανεισμού φαίνεται δεν έχουν γίνει παράδειγμα προς αποφυγή για τις ηγεσίες του συνδικαλιστικού κινήματος.

Με τη ρύθμιση των εργασιακών όρων με νομοθεσίες, την κατάργηση των ΕΤΚΑ, τη μεταβίβαση της διαχείρισης Ταμείων προνοίας στο κράτος, τους εργαζόμενους πολλαπλών ταχυτήτων, την αύξηση των προσωπικών συμβολαίων και την προκλητική ανεκτικότητα του συνδικαλιστικού κινήματος, είναι πια ορατός ο κίνδυνος για αύξηση στα ποσοστά των ανοργάνωτων εργαζομένων.