Ο εργάτης της Κύπρου – Νέοι μορφωμένοι ψάχνουν εργασία

Χιλιάδες εξετάστηκαν για τη δυνατότητα διορισμού στο δημόσιο τομέα.

Χιλιάδες, ψάχνουν μια θέση εργασίας στον ιδιωτικό τομέα της Κύπρου.

Μόλις μερικές δεκάδες, το πολύ εκατοντάδες θα τα «καταφέρουν».

Είναι γιατί δεν έχουν γνώσεις;

Είναι γιατί δεν απέκτησαν δεξιότητες;

Για ποιο λόγο, αλήθεια, αποτυγχάνουν στις συνεντεύξεις;

Αρκετά τιμώρησε το σύστημα τη νέα γενιά. Οι κύριοι λόγοι δεν είναι η προσωπική αποτυχία των επίδοξων, αλλά αποτυχόντων εργαζόμενων. Είναι γιατί συντηρείται μια εφεδρεία ανέργων για ώρες κρίσης. Για ώρες αντικατάστασης του βασικού κορμού εργαζομένων ο οποίος απασχολείται σε διαφορετικές, πιο αρνητικές συνθήκες σε σύγκριση με το παρελθόν. Αν σηκώσει κεφάλι, αν δεν αποδώσει στη βάση του σχεδίου κερδοφορίας της επιχείρησης, είναι σχεδόν αυτονόητο ότι θα αντικατασταθεί.

Είναι και κάτι παλικάρια που εργάζονται στα πολυκαταστήματα, στη λιανική αγορά, στην ασφάλεια σεκιουριτάδες, στα παραλιακά κρεβατάκια και στα ξενοδοχεία. Με δυο και τρία πτυχία που κάνουν τα προσόντα του εργοδότη τους να κιτρινίζουν. Βγάζουν το ψωμί τους φορτώνοντας – εκφορτώνοντας, γλύφοντας τις μηχανές και τα πατώματα, αλλά πάντα με τη γλώσσα μέσα.

Δεν τους φτάνει ο χρόνος της δουλειάς για να κτυπούν οκτάωρο στο FORTNITE και στο FIFA. Βλέπουν τη μάνα τους και κάποτε (αν έχουν) φιλούν το παιδί τους όταν έχει φως της ημέρας, μόνο κάθε Δευτερότριτο. Κι ας δεν είναι διαζευγμένοι. Τα OFF, πάντα μπαίνουν Δευτερό-Τρίτες.

Ο σύγχρονος νέος έχει ήδη επιτύχει να εκπαιδευτεί. Το σύστημα είναι εκείνο που τον οδηγεί στην επαγγελματική αποτυχία, στην εκμετάλλευση, στην ανεργία. Παρά το ότι η αγορά εξατομικεύει τα προσόντα του υποψήφιου εργαζόμενου, στην πραγματικότητα η εργασία δεν είναι ατομική υπόθεση. Σπανιότερα επιτυγχάνει ο λαμπρότερος και περισσότερο «επιτυγχάνει» ο πιο ευέλικτος. Εκείνη ή εκείνος που υποχρεώνεται να εργάζεται σαν λάστιχο, στον μισθό, στην ανέλιξη, στο ωράριο.

Παρόλα αυτά, σύμφωνα με την Eurostat, το τέταρτο τρίμηνο του 2018, το ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 0,2% στη ζώνη του ευρώ, κατά 0,3% στην ΕΕ των 28 και κατά 1,0% στην Κύπρο.