«Νέες μορφές απασχόλησης» ή νέες μορφές εκμετάλλευσης

Με την οικονομική κρίση και τη μάστιγα της ανεργίας να κτυπά την εργατική τάξη, οι εργοδότες μπήκαν εδώ και χρόνια στην αντεπίθεση. Για τους πλείστους, δεν ήταν θέμα επιβίωσης τους, όπως χρησιμοποιήθηκε η μείωση του εργατικού κόστους, αλλά η ευκαιρία τους να γκρεμίσουν όσα είχαν κτιστεί τις προηγούμενες δεκαετίες. Απόδειξη τα αυξημένα κέρδη σε εταιρείες που μείωσαν μισθούς και προσωπικό, ενώ αύξησαν τις ώρες εργασίας. Ο στόχος της μείωσης του εργατικού κόστους μέσα από την απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων επιτεύχθηκε και με την σιωπηλή έγκριση ή και ανοχή των συνδικαλιστικών οργανώσεων στις πολιτικές αποφάσεις, όπου με επιχείρημα τη σταθερότητα και την εργατική ειρήνη σε περιόδους κρίσης, πέρασαν όλες οι αντεργατικές νομοθεσίες αναίμακτα, χωρίς οργανωμένη αντίδραση.

Τα προσωπικά συμβόλαια στον ιδιωτικό, κυβερνητικό και ημικρατικό τομέα, οι σταθεροί μισθοί στην ξενοδοχειακή βιομηχανία, οι υπεργολαβίες στις οικοδομές, η εργασία με το κομμάτι και η εξωτερική ανάθεση εργασιών στο δημόσιο και τραπεζικό τομέα, αποτελούν διαφορετικές όψεις του ίδιου νομίσματος.

Η ρητορική για την ευέλικτη απορρύθμιση είναι πάντα η ίδια, η αναγκαιότητα για  «εκσυγχρονισμό» του συστήματος, «αύξηση της αποδοτικότητας», επίτευξη «ανταγωνιστικότητας» και φυσικά η έννοια για το «καλό της οικονομίας». Συμπερασματικά, οι συλλογικές συμβάσεις δεν προσφέρουν την αναγκαία ευελιξία στους εργοδότες, έτσι σταδιακά και όπου μπορούν τις αντικαθιστούν με προσωπικά συμβόλαια, με εξατομίκευση των εργασιακών σχέσεων και διατήρηση και ενίσχυση της λογικής των εργαζομένων πολλαπλών ταχυτήτων.

Η διάβρωση των συλλογικών συμβάσεων συντελείται είτε άμεσα, με την άρνηση συνομολόγησης ή αναγνώρισης και εφαρμογής των υφιστάμενων επιχειρησιακών ή κλαδικών συμβάσεων, είτε έμμεσα με την αποφυγή τήρησης των προνοιών των συμβάσεων και τον αποκλεισμό μερίδας εργαζομένων από την κάλυψη τους.

Σε κλάδους με χαμηλή συνδικαλιστική παρουσία, όπως το λιανικό εμπόριο και ο επισιτισμός, τα προσωπικά συμβόλαια κυριαρχούν, με όρους καθαρής εκμετάλλευσης. Αυξημένα ωράρια που αγγίζουν τα 10ώρα και 12ώρα, απλήρωτες υπερωρίες, 6ήμερα, χωρίς εκπαίδευση ή μέτρα ασφαλείας στο χώρο εργασίας, απλήρωτες άδειες, ανασφάλιστοι πολλές φορές με την απειλή της απόλυσης να κρέμεται πάνω από το κεφάλι τους ανά πάσα στιγμή.

Με τα προσωπικά συμβόλαια τα οποία αποτελούν συνήθως συμβάσεις ορισμένου χρόνου, ο εργαζόμενος αναγκάζεται να εργάζεται σε ένα καθεστώς μόνιμης προσωρινότητας με το γεγονός αυτό να λειτουργεί σαν μοχλό πίεσης για εντατικοποίηση της εργασίας τους, χωρίς να μπορεί να προβεί σε επαγγελματικό ή οικογενειακό προγραμματισμό.

Ο μικρός αριθμός εργαζομένων ανά επιχείρηση, η σύνθεση του εργατικού δυναμικού με σημαντική παρουσία φοιτητών ή οικονομικών μεταναστών, αλλά και η ευκολία που μπορεί ο εργοδότης να ανακυκλώνει τους εργαζόμενους του, καθιστούν τη συνδικαλιστική οργάνωση ένα αβέβαιο και δύσκολο εγχείρημα με τις συντεχνίες να αδυνατούν να προστατεύσουν μια μεγάλη μάζα εργαζομένων που είναι διασκορπισμένοι σε επιχειρήσεις των 3-10 ατόμων. Και ενώ είναι η πιο ευάλωτη ομάδα εργαζομένων, εκτεθειμένοι στην ασυδοσία του κεφαλαίου, έχουν μείνει τραγικά μόνοι τους.

Αλλά ακόμα και σε κλάδους με συνδικαλιστική παρουσία, η εργοδοτική πλευρά δεν διστάζει να καταπατεί τις συλλογικές συμβάσεις και προκλητικά επιδιώκουν την μετωπική σύγκρουση, μετρώντας δυνάμεις για το μέλλον.

Οι συλλογικές συμβάσεις διαβρώνονται και μέσα από τη διάσπαση των εργαζομένων με υπαλλήλους 2 ή και 3 ταχυτήτων μέσω των προσωπικών συμβολαίων από την μία και της συλλογικής σύμβασης από την άλλη που δεν καλύπτει το σύνολο των εργαζομένων στην ίδια επιχείρηση ή κλάδο. Οι νέες προσλήψεις γίνονται με διαφορετικούς όρους από αυτές του υφιστάμενου προσωπικού με την ανοχή και του συνδικαλιστικού κινήματος. Δεν είναι τυχαίο εξάλλου που συντεχνίες στέλνουν κόσμο σε δουλειές που οι όροι είναι εξευτελιστικοί, χωρίς καμία εργασιακή διασφάλιση με τη δικαιολογία «παρά να κάθεται ας πάει προσωρινά».

Με αυτό τον τρόπο σε συνδυασμό με την ανεργία και την αναποτελεσματικότητα πολλές φορές να προστατευτεί θεσμικά ο εργαζόμενος, ο συνδικαλισμός απαξιώνεται και συρρικνώνεται Το αποτέλεσμα είναι αρκετοί εργαζόμενοι να αποδέχονται ή και να προτιμούν τα προσωπικά συμβόλαια ή την εργασία με το κομμάτι ή ακόμα και την αδήλωτη εργασία που μπορεί να τους στοιχήσει ακόμα και τη ζωή τους. Συνήθως αυτά τα καθεστώτα εργοδότησης είναι προϊόντα άμεσου ή έμμεσου εκβιασμού, αφού η απειλή της φτώχιας είναι ο μεγαλύτερος εκβιασμός που υφίσταται ένας εργαζόμενος. Έτσι όταν ο εργοδότης ή ο εκπρόσωπος του λέει «δεν θέλω φασαρίες», ξέρεις πως εννοεί τις συντεχνίες, παίρνεις το μήνυμα και σιωπηλά υπογράφεις ότι σου βάλει μπροστά σου.

Τα τελευταία χρόνια με τις εργολαβίες και τις υπό εργολαβίες να αντικαθιστούν τις μόνιμες θέσεις εργασίας ο εργαζόμενος καταλήγει να μην γνωρίζει ποιου ευθύνη είναι οι όροι εργοδότησης του. Σε πολλές περιπτώσεις δεν υπάρχουν καν προσωπικά συμβόλαια, αλλά προφορικές συμφωνίες και όπου υπάρχουν γραπτώς προσωπικά συμβόλαια είναι συνήθως τυποποιημένα, χωρίς πολλές λεπτομέρειες, αναγράφοντας μόνο όσα παρέχουν νομιμότητα στον εργοδότη.

Ακόμη και όταν κάποιοι από αυτούς τους εργαζόμενους, με προσωπικά συμβόλαια, τολμήσουν να γραφτούν σε συντεχνία, οι όροι εργοδότησης τους παραμένουν οι ίδιοι, αφού το προσωπικό συμβόλαιο τους είναι σε ισχύ και δεν καλύπτονται από τις συλλογικές συμβάσεις. Έτσι το μόνο που κέρδιζαν μέχρι τώρα ήταν η ιατροφαρμακευτική τους κάλυψη, κάτι που εκ των πραγμάτων θα παύσει να είναι λόγος ένταξης στη συντεχνία με την εισαγωγή του ΓΕΣΥ. Οι παρεμβάσεις των συνδικαλιστών σε αυτές τις περιπτώσεις είναι μόνο σε τυχόν επί μέρους εργασιακά προβλήματα που μπορεί να αντιμετωπίσουν.

Η πιο ακραία, όμως μορφή εκμετάλλευσης είναι η αδήλωτη εργασία, με τους μηχανισμούς του κράτους να είναι ανίκανοι να την αντιμετωπίσουν λόγω υποστελέχωσης, αλλά και έλλειψη πολιτικής βούλησης. Η αδήλωτη εργασία στις οικοδομές υπολογίζεται γύρω στο 30% και είναι αποτέλεσμα της λεγόμενης ευελιξίας που προσφέρει η συνεχιζόμενη προσωρινότητα, αφού πολλοί εργαζόμενοι, κυρίως ανειδίκευτοι εργάτες, κινούνται από εργοδότη σε εργοδότη.

Η πάταξη της αδήλωτης εργασίας είναι μια διαχρονική προσπάθεια που παραμένει όμως απλά ρητορική διακήρυξη, χωρίς ουσιαστικά αποτελέσματα.

Σε αυτές τις νέες μορφές απασχόλησης τα συνδικάτα είναι σε θέση άμυνας τα τελευταία 15 χρόνια, τουλάχιστον αρνούμενα να συγκρουστούν υπό το φόβο της αποτυχίας. Αδυνατούν να απαντήσουν ταξικά και ξεκάθαρα όπως αρμόζει στο ρόλο τους. Ζητούν σεβασμό στις συλλογικές συμβάσεις όπου υπάρχουν και επικεντρώνουν τη δράση τους στη διατήρηση τους, βάζοντας χαμηλούς ή μηδενικούς στόχους στην οργάνωση νέων επιχειρήσεων ή κλάδων.

Οι χορηγίες, οι εκπτώσεις, οι δωρεάν διακοπές και οι διασυνδέσεις είναι μια άλλη μάστιγα της κυπριακής πραγματικότητας που εμφανίζεται όλο και πιο συχνά, με συνδικαλιστές να διατηρούν «άριστες» σχέσεις με τους εργοδότες, ενώ οι εργαζόμενοι μένουν απροστάτευτοι ή εκτεθειμένοι.

Η πολιτική που έχει κυριαρχήσει είναι δράσεις βάση της αντίληψης περί εφικτού και ρεαλιστικού. Μια μετριοπάθεια που από την στιγμή που κυριάρχησε σαν αντίληψη μέσα στο συνδικαλιστικό κίνημα και όχι μόνο, το υποχρεώνει να διαχωρίζει τη ρητορική από την πρακτική του σαν μέτρο αυτοπροστασίας για διατήρηση του ρόλου του, έστω και αν αυτός εξαντλείται σε έντιμους συμβιβασμούς.

Όταν πρωτοεμφανίστηκαν τα προσωπικά συμβόλαια στον ιδιωτικό τομέα η αντίδραση υπήρξε νωχελική, υποτιμώντας τις επιπτώσεις που θα είχαν στις εργασιακές σχέσεις. Έγιναν σιωπηλά αποδεκτά κατά την περίοδο της φούσκας των ακινήτων και επεκτάθηκαν σε όλη σχεδόν την οικοδομική βιομηχανία. Σήμερα τα συναντούμε ακόμη και στο δημόσιο τομέα, την Τοπική Αυτοδιοίκηση και τους Ημικρατικούς Οργανισμούς.

Απόλυτα σχετικό με την αποδυνάμωση της ταξικής προσέγγισης είναι η συνειδητή επιλογή Αριστερών Δημάρχων και Αριστερών Δημοτικών Συμβούλων να καταφεύγουν σε εργολαβίες και υπο-εργολαβίες για κάλυψη μόνιμων θέσεων εργασίας χρησιμοποιώντας ως «δικαιολογία» την παγοποιήση των προσλήψεων. Δικαιολογία όμως που καταρρίπτεται σήμερα με την παγοποίηση προσλήψεων να μην υφίσταται, ενώ συνεχίζουν τις ίδιες πολιτικές κόντρα σε κάθε εργασιακό θέσμιο και έτοιμοι να συγκρουστούν ακόμα και με τις συντεχνίες, παρασκηνιακά τουλάχιστον, για να προχωρήσουν σε ανάθεση εργασιών σε τρίτους, χωρίς να τους ενδιαφέρουν οι όροι εργοδότησης ή η κατάργηση μόνιμων θέσεων εργασίας.

Η πτώση της συνδικαλιστικής πυκνότητας, η παρακμή και η διάβρωση που αντιμετωπίζει η Ευρώπη από τη δεκαετία του 1980, μεταφέρθηκε και στην Κύπρο εις βάρος της «κανονικής, σταθερής και ρυθμισμένης εργασίας».

Και ενώ στην Κύπρο έχουμε από τα πιο ψηλά ποσοστά οργάνωσης, πίσω από την αριθμητική δύναμη των συνδικάτων η ισχύς τους έχει διαβρωθεί, είτε από επιλογή, είτε από αδυναμία και ατολμία.

Έτσι μέσα από την εργατική νομοθεσία που θεωρητικά περιορίζει την ασυδοσία του κεφαλαίου, όταν και αν γίνει καταγγελία, αλλά και τα αντεργατικά νομοσχέδια που έχουν περάσει, στην ουσία εξατομικεύουν τις εργασιακές σχέσεις και υποβαθμίζουν το ρόλο των συνδικάτων ως ρυθμιστές στον καθορισμό των όρων εργοδότησης και των εργασιακών σχέσεων.

Η επιλογή των συνδικάτων να αποφύγουν τις γενικές απεργίες ή μεγάλων σε διάρκεια απεργιών και ο αυτοπεριορισμός τους σε κινητοποιήσεις σε πορείες ή εκδηλώσεις χωρίς κόστος στο κεφάλαιο, στόχο έχουν να δηλώσουν παρών, παρά να καθορίσουν ή να ανατρέψουν τα δεδομένα εις βάρος της εργατικής τάξης.

Είμαστε σήμερα στο σημείο όπου τα ίδια τα συνδικάτα, λόγω αδυναμίας ζητούν αυξημένη κρατική και κοινοβουλευτική παρέμβαση στις εργασιακές σχέσεις υποβαθμίζοντας το ρόλο τους με μεγάλο μέρος της δράσης τους, ο οποίος αναλώνεται στο να καταγγέλλουν στο Υπουργείο Εργασίας παραβιάσεις της εργατικής νομοθεσίας και των συλλογικών συμβάσεων, χωρίς όμως να νοιώθουν ισχυρές να κάνουν το επόμενο βήμα. Και ενώ η ΣΕΚ είχε αίτημα από το 2000 για νομική κατοχύρωση των συμβάσεων, η ΠΕΟ πρόσφατα άρχισε δειλά-δειλά να ζητάει παρέμβαση του κράτους για προστασία των εργαζομένων, καθώς δεν έχει πια τη δυναμική να το πράξει η ίδια, ενώ ταυτόχρονα ο αριθμός των εργαζομένων που απαξιώνουν τις συντεχνίες αυξάνεται συνεχώς.