Να υπακούσουμε;

Με τη δύναμη της κοινωνικής και οικονομικής τους θέσης, οι Τράπεζες επιβάλουν την πολιτική τους κυριαρχία, συμπλεκόμενες ασφαλώς με τους πολιτικούς εκπροσώπους τους. Δεν αποτελεί βούληση του λαού, όμως αποτελεί ισχύον δίκαιο, το οποίο εν τέλει είναι άδικο. Πρόκειται, όπως παραδέχεται ο αρχισυντάκτης του Φιλελευθέρου, Γ. Καλλινίκου για μια «εγκληματική πολιτική, πολιτικών και τραπεζών».

Γιατί να συμμορφωθούμε επομένως στις εγκληματικές αποφάσεις της Βουλής γύρω από τις εκποιήσεις της ιδιοκτησίας, κυρίως της πρώτης κατοικίας όσων χρωστούν τα δάνεια τους στις τράπεζες; Είναι στα αλήθεια οι θεσμοί, για παράδειγμα η Bουλή, ο Επίτροπος, εγγυητές της «δημόσιας ελευθερίας και της ηθικής της κυβέρνησης και της πολιτικής κοινωνίας»;

Έχουν οι θεσμοί, παραδειγματικά, στην Κύπρο διασφαλίσει την αποφυγή των κοινωνικών συγκρούσεων και διαιρέσεων ή αποτελούν τη βαθύτερη, αστικοδημοκρατική έκφραση της πάλης των τάξεων με αποτέλεσμα οι κυρίαρχοι, δηλαδή η τάξη που κατέχει την οικονομική και κοινωνική εξουσία, να επιβάλλει την πολιτική της ηγεμονία;

Είναι ή όχι έγκλημα η κατάσχεση του σπιτιού, της περιουσίας, έμμεσα του δικαιώματος στην οικογενειακή και προσωπική ευημερία, στη μόρφωση των παιδιών όσων χάνουν τις περιουσίες τους;

Έγκλημα δεν αποτελεί μόνο η τυπική κατά νόμο κλοπή, αλλά και η εκτροφή και επώαση των συνθηκών, η ηθική αυτουργία, η οποία γεννά τις συνθήκες να κλέψει κανείς, να εγκληματήσει κοινώς για να ζήσει ή να συντηρήσει ή για να εκδικηθεί. Και αν ο μέσος άνθρωπος αντιμετωπίζει τις συνέπειες του νόμου που ψήφισαν οι εκπρόσωποι του λαού στις εκάστοτε εκλογές, ο νόμος, αλλά και η ερμηνεία του, το δίκαιο αυτό καθ’ αυτό στην αστική κοινωνία, παραμένει τόσο δίκαιο όσο ισότιμη είναι η ζυγαριά που από τη μια έχει τον πλούτο και από την άλλη τη φτώχεια.

Αλήθεια, πως τιμωρήθηκαν εμπράκτως για τις καταχρήσεις και το ξεγέλασμα, για την τοκογλυφική πολιτική, για την επένδυση σε τοξικά ομόλογα, οι τράπεζες που οδήγησαν τη χώρα βαθειά στην κοινωνική και οικονομική κρίση;

Η σύγχρονη κυρίαρχη αντίληψη περί δημοκρατίας, γύρω από την οποία στοιχίζονται αστοί, δεξιοί και οι όποιοι κατ’ επίφαση αριστεροί, εξαντλείται στη «δημοκρατία» μέσω της εκλογικής ψήφου, η οποία εξελίσσεται σε αντιδημοκρατικούς νόμους τους οποίους μια σιωπηλή κοινωνική πλειοψηφία υποχρεώνεται να τους αποδέχεται συνειδητά ή μη, σαν αδήριτη ανάγκη. Πρόκειται κατά τον Σαρτρ, για μια φθαρμένη και τελετουργική άσκηση της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας «σαν παγίδα για μαλάκες».

Η παγίδα αυτή, ίσως να μπορεί να καταστραφεί, με θυσίες μεν, λιγότερο επίπονες δε από όσες αφορούν τη σημερινή επιβίωση. «Δημοκρατία» για «μαλάκες» και ιδιοκτησία για την ολιγαρχία, φαίνεται άλλωστε ότι ταιριάζουν σαν γάντι!