Αλήθειες που δεν βολεύουν

Η πορεία της Κύπρου στα τελευταία τριάντα χρόνια, δεν αποτελεί αντικείμενο συζήτησης και έρευνας. Καθόλου τυχαίο αυτό, καθώς στα πλαίσια ενός ιδεολογικού μονόδρομου, σε κανένα δεν συμφέρει να αξιολογεί τα αποτελέσματα, των πολιτικών που κυριαρχούν. Παρόλο που μια ενδελεχής έρευνα, θα έριχνε φως σε αυτό το σκοτεινό κομμάτι, κάποια ζητήματα μπορούν να τεθούν, για χάρη του προβληματισμού.

Η Κύπρος της μετά το 1974 εποχής, χαρακτηρίστηκε από μια περίοδο ανασυγκρότησης της οικονομίας, μετά τη καταστροφή και τη προσφυγιά. Η οικοδομική ανάπτυξη συνδυάστηκε με μεγάλα έργα υποδομής, όπως λιμάνια, αεροδρόμια, οδικό δίχτυο, νοσοκομεία, σχολεία και πανεπιστήμια. Σε όλα αυτά τα έργα, ο κύριος επενδυτής, ήταν το κράτος. Περί τις αρχές του 1990, οι προσφυγικοί συνοικισμοί είχαν ολοκληρωθεί, οι υπεραστικοί δρόμοι ήταν σε προχωρημένο στάδιο, τα λιμάνια και τα αεροδρόμια εξυπηρετούσαν το κράτος και το λαό. Το δίχτυο της Αρχής Ηλεκτρισμού, κάλυψε ολόκληρο το νησί, το ίδιο και η τηλεφωνία σε όλα τα σπίτια. Ολοκληρώθηκε το έργο του Νότιου Αγωγού και τα μεγάλα φράγματα, τόσο για τις ανάγκες της γεωργίας όσο και του Τουρισμού.  Οι βασικές υποδομές για τη Κύπρο του μέλλοντος και για το επόμενο στάδιο καπιταλιστικής αναβάθμισης, είχαν μπει στη θέση τους. Όσες εκκρεμούσαν προγραμματίστηκαν και προωθούνταν. Με κρατικά κεφάλαια, αποκλειστικά.

Βασικός πυλώνας χρηματοδότησης των αναγκών του λαού, για ιδιοκατοίκηση, σπουδές, σύσταση μικροεπιχειρήσεων, ήταν ο Συνεργατισμός. Ένας Συνεργατισμός που αποτελούσε τη σπονδυλική στήλη της οικονομίας και ταυτόχρονα, ένα πολύ ισχυρό κοινωνικό κεφάλαιο. Σε ένα κράτος που είχε σχετικά πρόσφατα βγει από την αποικιοκρατία, οι προοπτικές ανάπτυξης ήταν δεδομένες. Στο επίπεδο των μικρομεσαίων, των εργαζομένων και των νέων, ο Συνεργατισμός, αποτέλεσε τη βασική πηγή χρηματοδότησης για κάθε ανάγκη.

Στα 1990, υποβλήθηκε η αίτηση για ένταξη στην ΕΕ. Η Κύπρος θα αποτελούσε τη μοναδική χώρα, η οποία υπέβαλε τέτοια αίτηση και κανένα πολιτικό κόμμα δεν τοποθετήθηκε ενάντια. Την εποχή που υποβλήθηκε η αίτηση, μεγάλο μέρος της οικονομίας ελεγχόταν από το κράτος. Αεροδρόμια, λιμάνια, Ηλεκτρισμός, υγεία, τηλεφωνία. Το ίδιο το χρήμα ελεγχόταν από το κράτος και το δημόσιο χρέος, αποτελούσε επένδυση για περαιτέρω ανάπτυξη. Οι ιδανικές συνθήκες για εισβολή του κεφαλαίου, στο κρατικό και κοινωνικό πλούτο, ήταν γεγονός.

Στη δεκαετία του 1990, παράλληλα με τις ενταξιακές διαπραγματεύσεις, αναπτύχθηκε και η πολιτική ρητορεία ενάντια στους Ημικρατικούς Οργανισμούς, στο «κράτος επιχειρηματίας», ενάντια στο κρατικό μισθολόγιο και ενάντια στις συλλογικές συμβάσεις των εργαζομένων. Σε εκείνο το στάδιο, θα έπρεπε να αναπτυχθεί και ο διάλογος που δεν αναπτύχθηκε προ της αίτησης για ένταξη στην ΕΕ. Τι θα μας έφερνε η ΕΕ; Από τη στιγμή όμως που κανένα κόμμα δεν τασσόταν εναντίον της ένταξης, δεν υπήρχε και λόγος για κάτι τέτοιο. Το νεοσύστατο πανεπιστημιακό μας ίδρυμα, δεν ασχολήθηκε ποτέ με τέτοια ζητήματα. Ούτε καν σήμερα. Η απουσία της ακαδημαϊκής παρέμβασης, βγάζει μάτια.

Παράλληλα με την εισαγωγή του ΦΠΑ, στις αρχές της δεκαετίας του ’90, εισήχθηκαν χωρίς αίμα και τα προσωπικά συμβόλαια, πρώτα στη ξενοδοχειακή βιομηχανία και αργότερα και σε άλλους τομείς της οικονομίας. Καταγραφόταν μια αυξανόμενη παρέμβαση των συνδέσμων των εργοδοτών και των βιομηχάνων, στο δημόσιο διάλογο. Μια παρέμβαση που στόχο είχε να απορρυθμίσει τις εργασιακές σχέσεις, να συμβουλέψει το κράτος να αποφύγει την ανάμειξη στην οικονομία και να οδηγήσει το προσανατολισμό της οικονομίας προς τη μεριά των κερδών του μεγάλου κεφαλαίου.

Το καθεστώς λειτουργίας του Συνεργατισμού, βαλλόταν από όλους όσοι εποφθαλμιούσαν τα κεφάλαια του. Τα λιμάνια και τα αεροδρόμια αποτελούσαν στόχους που έπρεπε να πέσουν στα χέρια του ιδιωτικού τομέα. Σιγά σιγά, η εκπαίδευση και η υγεία θα έπαιρναν τη σειρά τους. Η ενταξιακή πορεία και η εναρμόνιση με το ευρωπαϊκό κεκτημένο, δημιουργούσε τις απαραίτητες προϋποθέσεις για επιβολή των σχεδιασμών. Ήταν συχνό φαινόμενο η επίκληση της ΕΕ, ώστε να δικαιολογηθούν οι προσπάθειες για αλλαγή του οικονομικού μοντέλου ανάπτυξης, που για το δεδομένο στάδιο ανάπτυξης του καπιταλισμού στη Κύπρο, λειτούργησε πολύ ικανοποιητικά.

Η διασπορά του παραγόμενου πλούτου, γινόταν με σχετικά καλούς όρους για τους εργαζόμενους. Ο χαρακτήρας των μικρομεσαίων επιχειρήσεων που κυριαρχούσαν, βοηθούσε σε αυτό, καθώς και οι ευκαιρίες για πολλαπλή ενασχόληση. Το βιοτικό επίπεδο του λαού, σε μόλις είκοσι χρόνια από τη καταστροφή του 1974, είχε ανακάμψει φτάνοντας σε αξιοζήλευτο σημείο. Μέχρι το και 2004, χρονιά ένταξης στην ΕΕ, η ανεργία ήταν ανύπαρκτη, οι μισθοί διασφαλισμένοι και σε καλά επίπεδα, το κράτος έλεγχε την οικονομία και επικρατούσε αίσθημα ασφάλειας στο τόπο, παρά τη κατοχή.

Οι στόχοι όμως του κεφαλαίου ήταν διακηρυγμένοι:  Οι μισθοί δεν βοηθούσαν στην ανταγωνιστικότητα της οικονομίας και έπρεπε να μειωθούν. Οι εργαζόμενοι θα βαφτίζονταν ως ¨εργατικό κόστος¨. Το τραπεζικό σύστημα έπρεπε να εναρμονιστεί με τα ευρωπαϊκά δεδομένα και ο συνεργατισμός αποτελούσε πρόβλημα σε αυτή τη προοπτική. Τα αεροδρόμια και τα λιμάνια θα έπρεπε να δοθούν στον ιδιωτικό τομέα για καλύτερη διαχείριση της κερδοφορίας και αύξηση των κερδών του κεφαλαίου. Ο ηλεκτρισμός και οι τηλεπικοινωνίες το ίδιο. Η ανώτερη και ανώτατη εκπαίδευση να φιλελευθεροποιηθούν με την εισαγωγή σε αυτές, του ιδιωτικού πανεπιστημίου. Τα νοσοκομεία θα έπρεπε να αυτονομηθούν και πολλές υπηρεσίες να δοθούν στον ιδιωτικό τομέα για καλύτερη εξυπηρέτηση των ασθενών και αύξηση της κερδοφορίας των συναφών επιχειρήσεων.

Τα χρόνια που ακολούθησαν την ένταξη, έφεραν όλα όσα το κεφάλαιο διακήρυξε ως στόχους του. Από την άλλη, οι εργαζόμενοι και ο λαός, δεν κέρδισαν απολύτως τίποτα. Αντίθετα έχασαν σε όλα τα επίπεδα. Η ανεργία, η φτώχεια, η συρρίκνωση του κοινωνικού κεφαλαίου, η ανασφάλεια και το άγχος, έγιναν μέρος της καθημερινής ζωής των Κυπρίων. Αντίσταση σε όλα όσα μεθοδεύτηκαν και επιβλήθηκαν, δεν καταγράφηκε από κανένα. Η Βουλή των Αντιπροσώπων, έπαιξε και συνεχίζει να παίζει το ρόλο του επικυρωτή, σε κάθε αντιλαϊκό νομοσχέδιο.

Στο λεγόμενο δημόσιο διάλογο, τίποτα δεν συζητείται στη βάση των συμφερόντων του λαού. Τα συμφέροντα των τραπεζών και των επιχειρήσεων, είναι οι προτεραιότητες των ευρωπαϊκών και ντόπιων πολιτικών. Τα συνθήματα κυριάρχησαν σε αυτό το τόπο. Τόσο για το Κυπριακό, όσο και για την ΕΕ. Οι σκληρές πραγματικότητες όμως, οι οποίες όχι απλά καταγράφονται, αλλά είναι το καθημερινό βίωμα του λαού, ίσως επιτρέψουν σε όσους δεν ασπάζονται τη κυρίαρχη ιδεολογία, να αναδείξουν τις αντιθέσεις και να προτείνουν τον άλλο δρόμο. Το παιχνίδι θα κριθεί – για ακόμα μια φορά- στις συνειδήσεις του λαού.