Μεταξύ εφικτού και ανέφικτου

Η επικράτηση της «νέας τάξης πραγμάτων» ανά το παγκόσμιο, επέφερε δραματικές αλλαγές σε κάθε τομέα της πολιτικής, οικονομικής και κοινωνικής ζωής. Πρώτο μέλημα των νικητών, ήταν η κήρυξη του «τέλους των ιδεολογιών». Οι απλοί άνθρωποι, νόμισαν πως αυτό σήμαινε και το τέλος των ψυχρών πολέμων, το τέλος της ταξικής πάλης, το τέλος των αντιπαραθέσεων. Οι δυνάμεις που αντιμετωπίζουν τις εξελίξεις κριτικά και διαλεκτικά, προειδοποίησαν: Αυτό που εννοούν οι νικητές, δεν είναι το τέλος των ιδεολογιών, μα την δικτατόρευση των κοινωνιών μέσω της επικράτησης της δικής τους ιδεολογίας. Της ιδεολογίας των ελευθέρων αγορών του κεφαλαίου, της ελεύθερης συσσώρευσης κεφαλαίων, της ελεύθερης ασυδοσίας του ιμπεριαλισμού.

Οι πόλεμοι και οι στρατιωτικές και άλλες επεμβάσεις των νικητών, στα τελευταία 28 χρόνια, μαρτυρούν πως η «νέα τάξη» εμπεδώνεται με πόλεμο, φτώχεια και εξαθλίωση. Ήταν δύσκολο για τις δυνάμεις της αντίστασης να ξεσκεπάσουν από νωρίς το σχεδιασμένο έργο των νικητών. Και ήταν δύσκολο γιατί στην ήττα, οι συνειδήσεις όσων αντιστέκονται, έχουν τη τάση να αμβλύνονται και να ξεθωριάζουν. Η διείσδυση σε ακαδημαϊκό, πολιτικό, οικονομικό και κοινωνικό επίπεδο, του δόγματος της «μη ύπαρξης εναλλακτικής», σάρωσε κυριολεκτικά το πλανήτη.

Οι επιπτώσεις από την επικράτηση της νέας τάξης στο νησί, ήταν άμεσες. Απλά εδώ, στη Κύπρο μας, η απουσία ιδεολογικής ζύμωσης στο χώρο της αριστεράς και η πλήρης κυριαρχία του αστικού κατεστημένου, δεν επέτρεψαν να προσεγγισθεί το ζήτημα έγκαιρα.

Γενικά, η επικράτηση της «μη εναλλακτικής», επηρέασε όσες δυνάμεις ήταν απέναντι από το σύστημα, δηλαδή τις δυνάμεις της αριστεράς. Μια συνεπής δύναμη αντίστασης στη βαρβαρότητα, μπορεί να είναι ωφέλιμη στη κοινωνία, προβάλλοντας εναλλακτική στη βαρβαρότητα. Σε διαφορετική περίπτωση, προκαλείται ανεπανόρθωτη ζημιά στις συνειδήσεις.

Στη Κύπρο, η ιδεολογία της ανυπαρξίας εναλλακτικής κυριάρχησε άμεσα. Στο ζήτημα του Κυπριακού, ενώ βασική αρχή αποτελεί πως η Τουρκία είναι κατοχική δύναμη, στο πρακτικό επίπεδο, απενοχοποιήθηκε. Σε πολλά επίπεδα. Τόσο με την επικράτηση ενός πλασίου λύσης που δεν επιφέρει δικαιοσύνη και απελευθέρωση, όσο και με την επιβολή της αντίληψης πως το Κυπριακό είναι θέμα δικοινοτικό, άρα θα πάτε σε δικοινοτικές συνομιλίες. Η ΔΔΟ, είναι “οδυνηρός συμβιβασμός”, όπως κατά κόρον λέγεται, ή στόχος για δικαίωση του λαού και του τόπου; Οι επιλογές του «εφικτού» και του «ανέφικτου», έχουν άμεση σχέση με ότι αναφέραμε πιο πάνω. Το «εφικτό» στην περίπτωση μας, είναι το πλαίσιο διευθέτησης που δεν επανενώνει το λαό. Η μορφή διευθέτησης που διαχωρίζει εσαεί το λαό και δεν τον ενώνει, στη βάση της εργασίας, της οικονομίας και της κοινωνίας. Το λεγόμενο εφικτό όμως, κρατεί το τόπο σε κατοχή εδώ και 44 χρόνια και κανείς οπαδός του δεν μας εξηγεί γιατί εξακολουθεί να το ονομάζει εφικτό, αφού αποδείχτηκε πως είναι ανέφικτο και παραπλανητικό.

Η αριστερά στη Κύπρο εγκατάλειψε από τις αρχές της δεκαετίας του 1990, τη πάγια της θέση για μη ένταξη στην ΕΕ. Η συναίνεση της για ένταξη αιτιολογήθηκε με την υπόθεση πως αυτή η πορεία ένταξης θα λειτουργούσε ως καταλύτης για τη λύση του Κυπριακού. Η ένταξη έλαβε χώραν το 2004 και το Κυπριακό δεν επιλύθηκε.  Αντιθέτως, καταγράφηκε μια προσπάθεια για επιβολή στο λαό, με δόλωμα την ένταξη, του εκτρωματικού ΝΑΤΟικού σχεδίου, Ανάν. Το οποίο όμως, ο λαός απέρριψε, απορρίπτοντας επί της ουσίας και τους σχεδιασμούς των οπαδών του «εφικτού».

Ακολούθως και για 14 ακόμα χρόνια ως πλήρες μέλος της ΕΕ, η ένταξη εξακολουθεί να μην επενεργεί ως καταλύτης. Η αλλαγή θέσης της αριστεράς για την ΕΕ, δεν δικαιώθηκε. Αντιθέτως, η ένταξη, αποδείχτηκε ότι έφερε στο λαό νέα και τραγικά δεινά. Επί τούτου συμφωνούν και οι γνώμες της πλειοψηφίας των Κυπρίων, οι οποίοι έχουν αρνητική γνώμη προς την ΕΕ, με βάση τα βιώματα τους.

Η αναβολή επ’ αόριστον ενός πραγματικού ταξικού αγώνα, στα πλαίσια ενός καπιταλισμού που μέρα με τη μέρα γίνεται πιο αντιδραστικός, είναι θέση που η αριστερά στη Κύπρο, υιοθέτησε για διάφορους λόγους. Στα πλαίσια ενός αγώνα «που θα στοχεύει στο εφικτό και όχι στο ευκταίο», τόσο για το ταξικό ζήτημα, όσο και για το Κυπριακό. Σε ένα “ρεαλιστικό πλαίσιο ανάλυσης”. Για την αριστερά όμως, το εφικτό, δεν μπορεί να είναι η εναρμόνιση με το Ευρωπαϊκό Κεκτημένο, ούτε η εφαρμογή των ευρωπαϊκών ντιρεκτίβων. Ούτε μια λύση που διαχωρίζει το λάο αντί να τον ενώνει. Διότι αυτά, είναι το μοναδικό πλάισιο, στη λογική του “εφικτού”.

Επί της ουσίας, ο ταξικός αγώνας, δεν παρατηρείται στο τόπο. Ή μάλλον παραητηρείται η διαρκής ταξική επίθεση του κεφαλαίου, ενάντια στον εργαζόμενο και τη κοινωνία, χωρίς απάντηση. Καταγράφεται μια πολιτική ικανοποίησης αιτημάτων συγκεκριμένων οργανωμένων ομάδων εργαζομένων, σε επίπεδο συνδικαλιστικό. Η τάξη των εξαθλιωμένων, βυθίζεται στην απογήτευση, μέρα με τη μέρα. Και ταυτόχρονα, ο αριθμός των μη συνδικαλισμένων εργαζομένων, αυξάνεται καθημερινά. Κυρίως ανάμεσα στους νέους. Γιατί άραγε;

Στα χρόνια που μεσολάβησαν μετά την ένταξη, η Κύπρος βίωσε τις επιπτώσεις μιας βαθιάς καπιταλιστικής κρίσης. Η καπιταλιστική κρίση γενικά, ορίζεται ως η περίοδος που το κεφάλαιο δυσκολεύεται να πουλήσει τα προϊόντα που παράγει, μειώνεται η κερδοφορία του, στενεύουν οι αγορές. Ως αποτέλεσμα αποδύεται σε ένα αιμοβόρο πόλεμο, σκοτώνοντας κεφάλαια και πετσοκόβοντας εργατικές κατακτήσεις. Για να καταστεί ανταγωνιστικό μειώνοντας το εργατικό κόστος. Για το κεφάλαιο, είτε η Κύπρος είναι ημικατεχόμενη, είτε ευρωπαϊκή, είτε Μέση Ανατολή, αναστολές δεν υπάρχουν. Ο ταξικός πόλεμος λοιπόν κηρύσσεται χωρίς δισταγμούς από το ίδιο το κεφάλαιο και τα θύματα είναι οι εργαζόμενοι και ο λαός. Αν υπάρχει μια δύναμη που έχει αναστολές στο ταξικό αγώνα, αυτή είναι οι εργαζόμενοι. Αυτά βιώσαμε τα τελευταία χρόνια και αυτά βιώνουμε και αυτή τη στιγμή που αρθρογραφούμε.

Το ζήτημα που τίθεται λοιπόν, για την αριστερά της Κύπρου, αλλά και ευρύτερα, είναι κατά πόσο νομιμοποιείται να αναβάλλει το ταξικό αγώνα, για χάρη της επανάκαμψης της καπιταλιστικής οικονομίας. Αν νομιμοποιείται να παρατηρεί το λαό στη φτώχεια, χωρίς ελπίδα και χωρίς εναλλακτική πρόταση. Κυρίως όμως, χωρίς αγώνα. Αν νομιμοποιείται να κλείνει τα μάτια στο άθλιο μέλλον που διαμορφώνεται, κυρίως για τους νέους, με την επικράτηση της ιδεολογίας της “μή εναλλακτικής”. Διότι μόνο η αριστερά μπορεί να προβάλει την εναλλακτική. Ποιος άλλος αν όχι αυτή;

Καταλήγουμε πως, το λεγόμενο εφικτό, συνιστά μια άνευ όρων συνθηκολόγηση με το σύστημα. Το λεγόμενο ανέφικτο, αποτελεί την άλλη επιλογή. Αυτή που εκφράζει τα συμφέροντα των εργαζομένων και του λαού. Τούτο, τεκμηριώνεται εύκολα, αν λάβουμε υπόψη πως στη Κύπρο οι περικοπές στους μισθούς και στις συντάξεις, το ξεπούλημα του δημόσιου πλούτου, η άλωση του Συνεργατισμού και άλλα, επιβλήθηκαν χωρίς καμιά μαζική λαική αντίδραση. Και κυρίως, σε αρκετές περιπτώσεις, με τον εγκλωβισμό σε αυτή τη διαδικασία και της  αριστεράς. Σε κάποιες δε εξ αυτών, όπως η περίπτωση με το πετσόκομμα των μισθών, της ΑΤΑ και των συντάξεων, η αριστερά λόγω εγκλωβισμού, είχε τη “πρωτοβουλία”, ως Διαχειριστής του καπιταλιστικού κράτους, τη δεδομένη στιγμή.

Είναι καιρός να αντιστραφούν τα ερωτήματα. Είναι καιρός να απαντήσουν οι οπαδοί του “ρεαλισμού” και του εφικτού, ποιες επιτυχίες έχουν καταγραφεί προς όφελος του λαού και του τόπου, στα τόσα χρόνια που στηρίζουν απενεργοποίηση του ταξικού αγώνα και της αντίστασης στα ιμπεριαλιστικά σχέδια. Ο καιρός, ήρθε. Οι φτωχοί πλήθυναν, ο κοινωνικός πλούτος ξεπουλήθηκε, τα αδιέξοδα μας έχουν πνίξει. Ας μιλήσουν συγκεκριμένα και χωρίς αφορισμούς.