Η διαπάλη για τον έλεγχο των επικοινωνιών και της ψυχαγωγίας (Κάρτα φιλάθλου στο ευρύτερο πλαίσιο)

«Στα 1956-57 οι ΗΠΑ επέκτειναν τις πυρηνικές τους δοκιμές στην Νεβάδα, μεταφέροντας κυριολεκτικά τον πόλεμο από τον Νότιο Ειρηνικό μέσα στην χώρα. Η Εθνική Επιτροπή Αντιαμερικανικών Ενεργειών ξεκινούσε το δεύτερο γύρο καταθέσεων, στις οποίες καλλιτέχνες και διανοούμενοι καλούνταν να αποδείξουν την αθωότητα και την αφοσίωση τους στις Ηνωμένες Πολιτείες και να αποκηρύξουν τις σχέσεις τους με τον κομμουνισμό. Ακόμη και το μικρότερο παράπτωμα μπορούσε να χαρακτηριστεί απόκλιση και οι πολίτες έπρεπε να υποστούν την περιστολή των πολιτικών τους ελευθεριών στο όνομα της διατήρησης της ελευθερίας απέναντι στον ολοκληρωτισμό. Αυτή η περίοδος των καταναγκαστικών εξομολογήσεων ήταν η επιτελεστική φάση ενός τεράστιου κινήματος μυστικότητας που ήταν τόσο αποτελεσματικό χάρις στον “σκόπιμο τεμαχισμό και κατακερματισμό της πληροφορίας”. Όσο λιγότεροι άνθρωποι καταλάβαιναν ποιος ήταν ο συνδετικός ιστός μέσα αλλά και ανάμεσα στην πολιτική και την κουλτούρα, τόσο πιο αποτελεσματικά θα μπορούσε να χειραγωγεί η κυβέρνηση τον πληθυσμό της στην προσπάθεια να αποκτήσεις παγκόσμια επιρροή και εξουσία»

(Π. Βλαγκόπουλος, Ξαναγράφοντας την Αμερική. Το έθνος των «υπόγειων τεράτων του Κέρουακ, στο Στο Δρόμο, του Jack Kerouac, 2015, εκδ. Πλέθρον)

Με τη Συνθήκη του Σένγκεν, οι πολίτες των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχουν τη δυνατότητα να ταξιδεύουν χωρίς να επιδείξουν το διαβατήριο ή την ταυτότητα τους. Υποστηρίζεται, ότι αυτό σημαίνει σχεδόν απόλυτη ελευθερία κυκλοφορίας ανθρώπων και αγαθών σε μια ΕΕ χωρίς σύνορα. Αυτή είναι η επίσημη μόνο, ιδέα. Σκάβοντας λίγο την επιφάνεια, μπορεί να ανακαλύψει κανείς τις ρίζες. Αυτές είναι το Σύστημα Πληροφοριών Σένγκεν όπου καταχωρημένοι σε φάκελο είναι όλοι οι πολίτες των κρατών της ΕΕ. Με την προσθήκη βιομετρικών στοιχείων από τα προσωπικά μας δεδομένα στο διαβατήριο και στην ταυτότητα, όπως ηλεκτρονική φωτογραφία, δακτυλικό αποτύπωμα και την επίσημη (έστω υπό κάποιες προϋποθέσεις) δυνατότητα φύλαξης και παρακολούθησης των διαδικτυακών και τηλεφωνικών συνδιαλέξεων, μπορούμε με ασφάλεια να υποθέσουμε ότι η επίσημη μας ελευθερία είναι χωρίς φτερά.
Στο διαδίκτυο και γενικά στις ηλεκτρονικές επικοινωνίες, δισεκατομμύρια ξοδεύονται για τον έλεγχο και την παρακολούθηση από τις ειδικευμένες υπηρεσίες των κρατών. Τα οικειοθελώς δημοσιοποιημένα στοιχεία και προτιμήσεις των συμβεβλημένων πολιτών, τυγχάνουν όχι μόνο αποθήκευσης, αλλά και μιας σύνθετης επεξεργασίας.

Επιπλέον, με τις αποκαλύψεις Σνόουντεν δόθηκε η ευκαιρία να διαπιστώσουμε ότι όλοι οι διεθνείς κολοσσοί ηλεκτρονικών, τηλεφωνικών, διαδικτυακών επικοινωνιών παρείχαν παράνομα την δυνατότητα στην Υπηρεσία Εθνικής Ασφάλειας των ΗΠΑ, να καταχωρεί σειρά δεδομένων περιλαμβανομένου και περιεχομένου, προτιμήσεων και άλλων στοιχείων των πολιτών. Ακόμα, μια σειρά υποθαλάσσιων καλωδίων είναι υπεύθυνη για την κατασκοπία και την υποκλοπή στοιχείων από τις συνδιαλέξεις.
Το γιγαντιαίο αυτό φακέλωμα γίνεται για σειρά προσχημάτων, όπως την πρόληψη της τρομοκρατίας, του εγκλήματος, της απάτης, της ασφάλειας και άλλων τινών. Με την εδραίωση του διαδικτύου και των Μέσων Κοινωνικής Δικτύωσης, ζητείται από το χρήστη άδεια χρήσης των δεδομένων του, ώστε οι εταιρείες πάροχοι να μπορούν να αυξήσουν την «ελευθερία και την ικανοποίηση» του χρήστη του διαδικτύου μέσω των πληροφοριών για τις συνήθειες του χρήστη, οι οποίες χρησιμοποιούνται για οικονομικούς, καταναλωτικούς και προφανώς για άλλους λόγους.
Το κλιμακωτό αυτό το φακέλωμα και ο έλεγχος, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι η επιβολή και η πλύση εγκεφάλου κάνει αυτούς τους ελέγχους να φαίνονται ως αναπόφευκτοι, αναπόδραστοι ή φυσιολογικοί, έχουν επιτείνει την ανοχή του λαού που με την σειρά της επιτείνει την επέκταση του φακελώματος.

Έτσι κατ’ επέκταση εδραιώνεται το «αόρατο χέρι» κρατικών και ιδιωτικών μηχανισμών, διεθνών μονοπωλίων των επικοινωνιών, μυστικών υπηρεσιών, αλλά και εταιρειών που διαμορφώνουν πρότυπα παγκόσμιας ηγεμονίας, δημιουργούν νέες συνήθειες και αποδοχές περιορισμών, ενώ από την άλλη τροφοδοτούν με ενοχές τη μειοψηφία που επιλέγει να αποκαλύπτει ή να μην συναινεί και να αγωνίζεται ενάντια στα Συστήματα Πληροφοριών που υπηρετούν όλες τις πτυχές του ιμπεριαλισμού, οικονομικές, στρατιωτικές, πολιτισμικές, ηθικές.
Η ψυχαγωγία, όπως μπορεί να γίνει κατανοητό, είναι διάτρητη από τη «φυσιολογικότητα» (αν μου επιτρέπεται να χρησιμοποιήσω αυτή τη λέξη), ή την νομιμοφάνεια της προληπτικής παρακολούθησης, του φακελώματος και της καταστολής. Ώστε να διαφυλαχθεί το δικαίωμα στην ελευθερία της ψυχαγωγίας, καταστέλλεται προληπτικά η ελευθερία, για να αντιμετωπιστούν κοινωνικά προβλήματα, χωρίς ουσιαστικά μέτρα.

Για παράδειγμα, στελέχη σωματείων μπορεί να συνδέονται με παράτυπες δουλειές της νύχτας, στοιχηματικές εταιρείες,   να σπονσάρουν ομάδες και ομοσπονδίες που συμμετέχουν στο στοίχημα, αλλά τα προβλήματα αντιμετωπίζονται φακελώνοντας κάθε φίλαθλο. Έτσι η πολιτεία θεωρεί ότι συμβάλλει στην αθλητική ψυχαγωγία. Οποία ΥΠΟΚΡΙΣΙΑ.
Ο παραλογισμός δεν εντοπίζεται στους μηχανισμούς, οργανισμούς, εταιρείες, υπηρεσίες που προωθούν αυτή τη φιλοσοφία. Βρίσκεται, στην άγνοια και στην ανοχή. Από αυτή την οπτική, η ιδεολογία των νικητών του πολέμου για τον έλεγχο των επικοινωνιών έχει εξαπλωθεί ως ηγεμονία, υπηρετεί τη λογική του συστήματος και εξασφαλίζει τη συναίνεση της μεγάλης πλειοψηφίας των κυριαρχουμένων. Είτε με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Συγκαλύπτοντας την ουσία, δηλαδή τον έλεγχο από την εξουσία, την προληπτική καταστολή, τη μεγιστοποίηση του κέρδους των λίγων, την πολιτισμική ηγεμονία, το δίκτυο παρακολούθησης επεκτείνεται, ενώ η ελευθερία περιορίζεται, η εναλλακτική δράση στοχοποιείται, και το έγκλημα παραμένει άθικτο.
Ασφαλώς δεν είναι δυνατό να πάψει κάποιος να ταξιδεύει, να χρησιμοποιεί το διαδίκτυο ή να επικοινωνεί επειδή τον παρακολουθούν ή επειδή γνωρίζει ότι οι επικοινωνίες χρησιμοποιούνται για στρατηγικούς σκοπούς.

Μήπως όμως, εξακολουθεί να ισχύει ότι όσο λιγότεροι άνθρωποι καταλαβαίνουν ποιος είναι ο συνδετικός ιστός μέσα, αλλά και ανάμεσα στην πολιτική και την κουλτούρα, τόσο πιο αποτελεσματικά θα μπορεί το σύστημα να χειραγωγεί τον πληθυσμό στην προσπάθεια να εδραιώσει επιρροή και εξουσία, παραφράζοντας την εισαγωγή μας;
Μπορεί όμως ο πολίτης, ο εργαζόμενος, ο διανοούμενος, ο νέος, να προβληματιστεί, να απαιτήσει, να πάψει να συναινεί, να αγωνιστεί. Θα έρθουν και οι μικρές νίκες όταν προκληθεί κόστος στους κυρίαρχους και στους ευκόλως συναινούντες. Κάποιοι, θα πρέπει να φωτίσουν το δρόμο.