Ακόμα και ο …θάνατος είναι ταξικός

Το Τρίτο Μάτι

Μακάβριο το θέμα μπορεί να πει κάποιος, αλλά δυστυχώς όλοι έχουμε έρθει αντιμέτωποι με το θάνατο κάποιου προσφιλούς μας προσώπου. Κάποια στιγμή θα έρθει και για μας τους ίδιους προσωπικά, οπόταν θεωρώ ότι θα έπρεπε να ανοίξει μια συζήτηση και γι’ αυτό.

Καταρχήν, η ελεύθερη επιλογή θρησκευτικής ή πολιτικής κηδείας, καθώς και η επίσης ελεύθερη επιλογή ταφής, καύσης ή ακόμη και δωρεάς του σώματος σε ιατρικές σχολές για το μάθημα της ανατομίας, θα έπρεπε να ήταν αυτονόητη. Η αντίδραση της εκκλησίας είναι αναμενόμενη, επειδή τα λεφτά που παίζονται είναι πάρα πολλά, όμως η «ριζοσπαστική» αριστερά τι κάνει; Γιατί δεν θέτει τα ζητήματα αυτά έστω για συζήτηση;

Όποιος έχει χάσει κάποιο προσφιλές του πρόσωπο, έχει ταυτόχρονα ζήσει το μαρτύριο της διεξαγωγής της κηδείας. Πρώτα πρέπει να πληρώσει ένα σωρό χρήματα για να αγοράσει τάφο από την εκκλησία ή τη δημοτική αρχή, αναλόγως σε ποιον ανήκει το κοιμητήριο. Αν έχει «μέσο» παίρνει τάφο στο κοιμητήριο της επιλογής του και ακολούθως αναλόγως τοποθεσίας (κεντρικό ή απόμακρο σημείο, γωνιακό, σε ύψωμα με θέα…, ανάμεσα σε «επιφανείς» πολίτες κ.τ.λ.) πληρώνει και το αντίστοιχο αντίτιμο. Ακολουθεί η επιλογή φέρετρου. Η τιμή του καθορίζεται από την ποιότητα του ξύλου, την εσωτερική επένδυση, αν έχει τζάμι στην κορυφή και άλλα σημαντικά για το νεκρό.

Πολύ σημαντικό είναι σε ποια εκκλησία θα γίνει η τελετή και ποιός θα την κάνει. Αυτό καθορίζει τη σημαντικότητα του θανόντος. Άλλο να την κάνει ο Αρχιεπίσκοπος ή έστω ένας Μητροπολίτης σε ένα καθεδρικό και άλλο ένας ταπεινός ιερέας σε ένα χωριουδάκι. Όσον αφορά τις εισφορές στη μνήμη του νεκρού, πρέπει να δοθεί άδεια από την εκκλησιαστική επιτροπή (άλλος όρος κι αυτός) για το που θα πάνε τα λεφτά. Ως συνήθως συμβιβάζονται στο πενήντα-πενήντα, fifty-fifty, όπως λένε στο παζάρι.

Μετά που θα τελειώσουν όλα, πρέπει να επενδυθεί ο τάφος με μάρμαρο ή γρανίτη, για να γίνει όσο πιο εντυπωσιακός γίνεται, επειδή εμάς εδώ στην Κύπρο μας αρέσουν τα μεγάλα και επιβλητικά. Από τις ντομάτες που αγοράζουμε, τα σπίτια που κτίζουμε, μέχρι και τον τάφο που άλλοι κτίζουν για μας. Αυτό επίσης καθορίζει το πόσο σημαντικοί είμαστε στην κοινωνία. Έτσι αν κάνετε μια βόλτα στο κοιμητήριο θα δείτε τεράστια επιβλητικά μνημεία-τάφους αποθέωση του κιτς, ενώ σε κάποιες γωνιές κάποιους «απόκληρους» της κοινωνίας με ένα απλό σταυρό πάνω από το χώμα που τους σκεπάζει.

Ακολουθούν τα μνημόσυνα, όπου πληρώνοντας τη σχετική ταρίφα θα ακουστεί το όνομα (χωρίς καν το επίθετο) του προσφιλούς σας προσώπου στην εκκλησία. Και εσείς να αναρωτιέστε ποιος είναι ο δικός σας Γιώργος, ανάμεσα στους άλλους δέκα Γιώργους που ανέφερε ο ιερέας και πως τους ξεχωρίζει ο Θεός.

Εμείς οι κομμουνιστές δεν ασπαζόμαστε κανένα θρησκευτικό δόγμα, ούτε πιστεύουμε στη μεταθανάτια ζωή. Αγωνιζόμαστε (χωρίς βέβαια να αποκλείουμε από τον αγώνα θρησκευόμενους ανθρώπους) για να αλλάξουμε την κοινωνία στην οποία ζούμε και να την κάνουμε καλύτερη. Αν όμως υποθέσουμε ότι υπάρχει ζωή μετά το θάνατο και είναι ταξική, το σίγουρο είναι ότι εμείς ακόμα και εκεί θα αγωνιζόμαστε για να την αλλάξουμε.

Η στιγμή σου σ΄ ένα ποίημα… (Σε περιμένω παντού)

Κι αν έρθει κάποτε η στιγμή

να χωριστούμε, αγάπη μου,

μη χάσεις το θάρρος σου.

Η πιο μεγάλη αρετή του ανθρώπου,

είναι να ‘χει καρδιά.

Μα η πιο μεγάλη ακόμα,

είναι όταν χρειάζεται

να παραμερίσει την καρδιά του.

Την αγάπη μας αύριο,

θα τη διαβάζουν τα παιδιά στα σχολικά βιβλία,

πλάι στα ονόματα των άστρων

και τα καθήκοντα των συντρόφων.

Αν μου χάριζαν

όλη την αιωνιότητα χωρίς εσένα,

θα προτιμούσα

μια μικρή στιγμή πλάι σου.

Θα θυμάμαι πάντα τα μάτια σου,

φλογερά και μεγάλα,

σα δυο νύχτες έρωτα,

μες στον εμφύλιο πόλεμο.

Α! ναι, ξέχασα να σου πω,

πως τα στάχυα είναι χρυσά κι απέραντα,

γιατί σ’ α γ α π ώ.

Κλείσε το σπίτι.

Δώσε σε μια γειτόνισσα το κλειδί

και προχώρα.

Εκεί που οι φαμίλιες μοιράζονται

ένα ψωμί στα οκτώ,

εκεί που κατρακυλάει

ο μεγάλος ίσκιος των ντουφεκισμένων.

Σ’ όποιο μέρος της γης, σ’ όποια ώρα,

εκεί που πολεμάνε

και πεθαίνουν οι άνθρωποι

για ένα καινούργιο κόσμο…

εκεί θα σε περιμένω, αγάπη μου!

Τάσος Λειβαδίτης