Σύγχρονες γεωγραφίες και αθλιογραφίες

Ρίχνοντας μια ματιά στα προβλήματα των σύγχρονων κοινωνιών, τα οποία αφορούν στη φτώχεια, στη διαδικασία παραγωγής του πλούτου, στις επενδύσεις, στις στρατηγικές για ανάπτυξη, στην αντιμετώπιση των προβλημάτων του περιβάλλοντος, στην κλιματική αλλαγή, στην υγεία, στην εκπαίδευση και άλλων, εύκολα διαπιστώνεις πως, για την ολοκληρωμένη μελέτη και την εκπόνηση των κατάλληλων πολιτικών, απαιτείται ένα επιστημονικό εργαλείο που να σου επιτρέπει να διασυνδέσεις τις διεργασίες και τις επιπτώσεις. Δεν θα αποτελούσε υπερβολή να λεχτεί πως το εργαλείο μιας τέτοιας προσέγγισης, το προσφέρει η επιστήμη της Γεωγραφίας, με τις ανεξάντλητες και αλληλοσυνδεδεμένες θεματικές της. Ζούμε σε ένα ολοένα και πιο αλληλοεξαρτώμενο κόσμο, όπου η επιτυχία ή η αποτυχία της εφαρμογής πολιτικών σε τοπικό επίπεδο, επηρεάζει άμεσα ή έμμεσα, ανάλογες πολιτικές σε εθνικό, περιφερειακό ή και διεθνές επίπεδο. Ακόμη περισσότερο όμως, ισχύει το αντίστροφο.

Εξετάζοντας πολιτικές της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως για παράδειγμα για τη μετανάστευση, τη διασυνοριακή ρύπανση, την ενέργεια, την κλιματική αλλαγή και άλλες, γίνεται εύκολα κατανοητό πως η αλληλεξάρτηση των σύγχρονων κοινωνιών, έχει άμεση εξάρτηση από τη γεωγραφία και την επιτυχία ή την αποτυχία των εφαρμοζόμενων πολιτικών.

Η Γεωγραφία, ως μια επιστήμη που μπορεί να υπερηφανεύεται πως στέκει με το ένα πόδι στις φυσικές επιστήμες και με το άλλο στις κοινωνικοπολιτικές, αλλά και ως η επιστήμη που πρώτη εξέτασε τη γεωπολιτική προοπτική, μπορεί να αποτελέσει πολύτιμο εργαλείο για την εκπόνηση και την εφαρμογή των αναγκαίων πολιτικών. Για την εκπόνηση και εφαρμογή μιας πραγματικά αειφόρας στρατηγικής για την ανάπτυξη, χρειαζόμαστε την ανάλυση και τη γνώση που μόνο η Γεωγραφία μπορεί να προσφέρει.

Η Κύπρος, γεωγραφικά τοποθετημένη σε μια ευαίσθητη περιοχή, με συνεχείς ανακατατάξεις σε πολιτικό επίπεδο, με έντονες επιπτώσεις από την κλιματική αλλαγή και σε ελάχιστη απόσταση από Ασία και Αφρική, έχει ανάγκη την επιστημονική μελέτη και στήριξη της Γεωγραφίας. Μια Κύπρος κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με παραδοσιακά στενές φιλικές σχέσεις με τις χώρες της ευρύτερης περιφέρειας, μπορεί να αποτελέσει πυλώνα σταθερότητας και συνεργασίας στην περιοχή, για μια σειρά ζητημάτων που αναφέρθηκα προηγουμένως. Κυρίως όμως, πρέπει να αξιωθεί την απελευθέρωση της δικής της γεωγραφίας, στο δικό της κρατικό χώρο. Κανένα κράτος που δεν διασφαλίζει κρατική κυριαρχία και ανεξαρτησία, μπόρεσε ποτέ στην ιστορία να αναπτυχθεί προς όφελος του λαού του. Τα χαρακτηριστικά κρατών που στερούμενα ελευθερία, κυριαρχία και ανεξαρτησία, καταγράφηκαν στις χώρες του λεγόμενου Τρίτου Κόσμου, με στόχο να αντληθούν οι φυσικοί και οι ανθρώπινοι πόροι προς όφελος των διεθνών κεφαλαιοκρατικών κύκλων.

Στη περίπτωση της Κύπρου, είναι σωρεία οι γεωγραφικές αντιφάσεις. Ενώ γεωγραφικά ανήκει στο χώρο της νοτιοανατολικής Μεσογείου και παραδοσιακά οι γείτονες ήταν οι χώρες της περιοχής, στα πλαίσια των σύγχρονων επιλογών του κεφαλαίου, εντάχθηκε σε μια Ευρωπαϊκή Ένωση, όπου τα χαρακτηριστικά και οι επιδιώξεις, δεν ταυτίζονται με ότι η Νοτιοανατολική Μεσόγειος έχει ανάγκη, ιστορικά. Ταυτόχρονα, ενώ με βάση τους θεσμούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Κύπρος αποτελεί μέλος μιας «ευρωπαϊκής οικογένειας» και προς τούτο εκχωρήθηκε η κρατική ανεξαρτησία σε σωρεία ζητημάτων, η ίδια η Κύπρος είναι κατεχόμενη κατά το ήμιση, με τη γεωγραφία της γεμάτη κηλίδες, από στρατούς χωρών μελών του ΝΑΤΟ. Μέσα σε αυτά τα πλαίσια, γίνεται πολύ δύσκολο, αν όχι αδύνατο, να ασκηθεί ανεξάρτητη πολιτική προς όφελος του λαού της νήσου, καθώς οι γεωγραφικές κηλίδες συνεπάγονται απώλεια ανεξαρτησίας σε κάθε επιδίωξη.

Τόσο για το μεταναστευτικό, όσο και για το κεφάλαιο ενέργεια, περιβάλλον και κλιματική αλλαγή, κάθε κράτος χαράζει τις δικές του πολιτικές αντιμετώπισης, μα επί της ουσίας τα αίτια είναι κοινά: Η πλήρης επικράτηση του κεφαλαιοκρατικού τρόπου ανάπτυξης των οικονομιών, η θεσμική ρύθμιση των απαιτήσεων του κεφαλαίου εις βάρος των ανθρώπων και του περιβάλλοντος, η στρατικοποίηση των μεθόδων ελέγχου των φυσικών πόρων. Κανένας δεν μπορεί να ισχυριστεί πως οι γεωγραφίες είναι χωριστές, μα ο πόνος και η περιβαλλοντική καταστροφή βιώνονται χωριστά, από μέρους των αδυνάτων.

Για να μπορέσει η Κύπρος να προχωρήσει στον ενεργειακό σχεδιασμό της και στις δραστηριότητες έρευνας και εξόρυξης των υδρογονανθράκων, απαιτήθηκε η αμοιβαία κατανόηση και η θεσμοθέτηση της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης. Διαπιστώνεται λοιπόν, πως άμα πρόκειται για τα μεγάλα κέρδη των πολυεθνικών, οι πιέσεις για επίτευξη συμφωνιών που διευκολύνουν την πρόσβαση των πολυεθνικών σε κάθε γεωγραφική περιοχή, αποφέρουν καρπούς ανεξάρτητα από την ύπαρξη σωρείας άλλων διαφορών μεταξύ κρατών. Τα σύγχρονα κράτη, όσο ποτέ άλλοτε στην ιστορία, επενεργούν ως εντολοδόχοι των μεγάλων κεφαλαιοκρατικών ομίλων και οι νομοθεσίες, οι επίσημες κρατικές πολιτικές και οι διεθνείς συμφωνίες, υποτάσσονται σε αυτή τη λογική.

Αυτό που απαιτεί η γεωγραφία της περιοχής και επιβάλλει το συμφέρον του λαού μας, Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων είναι η απελευθέρωση και η πραγματική επανένωση του λαού σε συνθήκες ανεξαρτησίας. Χωρίς ειρήνη και σταθερότητα, χωρίς κρατική ισχύ και ανεξαρτησία, καμιά πολιτική, όσο καλά επεξεργασμένη κι αν είναι δεν μπορεί να είναι αειφόρα. Η γεωγραφία δεν παίρνει από συνθήματα, καθώς μπορεί να μετρά τις πληγές στο χώρο και στο χρόνο, μα κυρίως στις ψυχές των ανθρώπων. Η ειρήνη προϋποθέτει δικαιοσύνη και η δικαιοσύνη στην Κύπρο προϋποθέτει απελευθέρωση του τόπου και των ψυχών των ανθρώπων, από κάθε δυνάστη. Η γεωγραφική ιδιαιτερότητα της Κύπρου, αν επιβάλλει κάτι, αυτό είναι η ανάμειξη του πληθυσμού και όχι ο διαχωρισμός του. Είναι η ανάδειξη του λαού σε αφέντη και όχι σε φοβισμένο αμελητέο παράγοντα στην εξίσωση εκμετάλλευσης των φυσικών πόρων του τόπου.