Η καπιταλιστική οικονομία διεθνώς συνεχίζει με επιθέσεις για μεγαλύτερη κερδοφορία

Απάντηση η οργάνωση και αντίσταση στην εκμετάλλευση

Μονοπώλια, καρτέλ, πρωτοφανής μεγιστοποίηση του κέρδους, παρασιτισμός από τη μια πλευρά. Δραματική μείωση των μισθών των εργαζομένων και της αγοραστικής τους αξίας, αποδυνάμωση των συνδικάτων από τη άλλη. Η πίστη των ευρύτερων μαζών στο καπιταλιστικό σύστημα έχει κλυδωνιστεί παρά τους πολλαπλούς θεσμούς ενσωμάτωσης που χρησιμοποιεί. Πρόκειται για μια διαπίστωση στην οποία προβαίνει ο Economist από φιλελεύθερη, αστική σκοπιά και όχι μια αντι-συστημική γραφίδα που εύκολα θα χαρακτηριζόταν από τους κυρίαρχους κύκλους και τους πρόθυμους τους συνεργάτες ως γραφική.

Στο λίκνο του καπιταλισμού, τις Ηνωμένες Πολιτείες, μια έρευνα (2016) αποκαλύπτει ότι περισσότεροι από τους μισούς νεαρούς Αμερικανούς δεν υποστηρίζουν πλέον τον καπιταλισμό. Όπως παραδέχεται ο Economist (Νοέμβριος 2018), η συγκέντρωση (μονοπώλια) στη αγορά έχει αυξηθεί από το 1966 κατά 66% στις αμερικανικές βιομηχανίες, ενώ σε πολλές από αυτές μόλις τέσσερις εταιρείες ελέγχουν τα δύο τρίτα της αγοράς. Το ίδιο συμβαίνει και στην Κύπρο, όπου η συγκέντρωση οδηγεί στην ενδυνάμωση των μονοπωλίων στον τραπεζικό, ασφαλιστικό τομέα, στη λιανική αγορά, ενώ έπονται πολλοί άλλοι τομείς.

Το πιο συγκλονιστικό στοιχείο (που αποκαλύπτει το περιοδικό) είναι ότι το ρευστό των επιχειρήσεων μετά την πληρωμή όλων των λειτουργικών εξόδων, έφτασε να είναι κατά 76% περισσότερο από το διάμεσο των τελευταίων 50 χρόνων. Στη δε Ευρώπη συναντούμε παρόμοια δεδομένα, όπου οι κυρίαρχες μονοπωλιακές επιχειρήσεις έχουν εδραιωθεί, ενώ το μερίδιο αγορών τους σε σχέση με το 2000 έχει αυξηθεί κατά 3%.

Η μονοπωλιακή τάση στο καπιταλισμό γίνεται εντονότερη μέσα από την απορρύθμιση και την ανάγκη για καταστροφή των υφιστάμενων δομών για να γεννηθούν καινούριοι τομείς και αγορές μεγιστοποίησης του κέρδους. Η πορεία αυτή, οδηγεί στα καρτέλ που ορίζουν τις τιμές, εμποδίζουν με οικονομικούς πολέμους και νομοθετικές ρυθμίσεις την είσοδο νέων ανταγωνιστών στην αγορά, ενώ το μερίδιο της εργατικής τάξης στον οικονομικό πλούτο συρρικνώνεται, όπως παραδέχεται ο Economist.

Οι συνταγές που συνεχίζουν να εφαρμόζουν ή προτείνουν οι υπέρμαχοι του εκμεταλλευτικού συστήματος, δεξιοί και σοσιαλδημοκράτες, δεν αποτελούν παρά μόνο προέκταση των απειλών για τους εργαζόμενους: από τη μια προτείνουν την ολοκλήρωση της άρσης των περιορισμών στο κεφάλαιο, την απορύθμιση και των τελευταίων εστιών κρατικής παρέμβασης και από την άλλη το φτιασίδωμα της συμμετοχής των εργαζομένων στα συμβούλια των εταιρειών. Το τελευταίο, ιδέα των Εργατικών της Βρετανίας, δεν πολυδιαφέρει από μια μετοχική εταιρεία που ως ιδέα χρεοκόπησε στο παρελθόν, αφού αναπαράγει εργατικές αριστοκρατίες που εξαγοράζονται από το κεφάλαιο.

Η ευρεία αποκάλυψη της ταύτισης της Δεξιάς και της Σοσιαλδημοκρατίας, νέας ή παλαιάς, στη διαχείριση και διευκόλυνση των κεφαλαιοκρατών, ντόπιων ή ξένων, οδήγησε στην απόγνωση των εργαζομένων και των στρωμάτων που υπέστηκαν τα πλήγματα από τη διάσωση του συστήματος. Το αποτέλεσμα δεν φαίνεται να είναι η αποτελεσματική αμφισβήτηση του «ηλεκτρικού ρεύματος», της πρώτης ύλης που τροφοδοτεί τις ανισότητες, αλλά η άνοδος της άλλης όψης της φιλελεύθερης δεξιάς, της «λαϊκιστικής» δεξιάς ή ακροδεξιάς.

• Η δραματική υποχώρηση της πίστης στην αναγκαιότητα πάλης για δημιουργία των προϋποθέσεων μετάβασης σε ένα διαφορετικό, σοσιαλιστικό σύστημα κοινωνικοποίησης των βασικών και σύνθετων μέσων παραγωγής,

• η προβολή μια έωλης, συναισθηματικώς αριστερίζουσας διαχείρισης της εκμετάλλευσης, υποτιμώντας τα χαρακτηριστικά της βάσης και του εποικοδομήματος και του άμεσου και καθοριστικού ρόλου των ιμπεριαλιστικών μηχανισμών και οργανισμών, όπως της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της οποίας μέλος είναι και η Κύπρος,

• η μη αμφισβήτηση της εκμεταλλευτικής ουσίας του συστήματος που οξύνει τις αντιθέσεις εις βάρος της εργατικής τάξης,

• η υποτίμηση της αξιοποίησης του λαϊκού παράγοντα που υποκαθίσταται από τις διαπραγματεύσεις των σαλονιών,

είναι παράμετροι που επιτρέπουν την αναπαραγωγή των αδικιών, οδηγούν σε συρρίκνωση κάθε ουσιαστική κατάκτηση των εργαζομένων, και συντείνουν στη μοιρολατρία και την αποδιοργάνωση.