Η φτώχεια ως συστατικό του συστήματος και η ανάγκη για αγώνα εξάλειψης της

Ενώ το πλουσιότερο 10% των ενηλίκων στον κόσμο κατέχει το 85% του παγκόσμιου πλούτου των νοικοκυριών, το κάτω μισό, δηλαδή το 50% του παγκόσμιου πληθυσμού, κατέχει συλλογικά μόλις το 1%. Ακόμα πιο εντυπωσιακό, είναι πως το μέσο άτομο στο κορυφαίο 10% κατέχει σχεδόν 3.000 φορές τον πλούτο του μέσου ατόμου στο κάτω μέρος αυτού του 10% των πάμπλουτων, οπότε ο καθένας μπορεί να υποψιαστεί ποια είναι και η σχετική αναλογία σε σύγκριση με τους φτωχούς. Αυτά είναι μερικά από τα αποτελέσματα που προκύπτουν από μια μελέτη της κατανομής του πλούτου των νοικοκυριών, που έγινε από  αρμόδια υπηρεσία του ΟΗΕ (UNUWIDER project on Personal Assets from a Global Perspective). Η έρευνα εστιάζει στα νοικοκυριά και είναι εύκολο να αντιληφτεί κανείς, ποια θα ήταν η κατάσταση εάν σε αυτή την έρευνα εισέρχονταν τα στοιχεία που αφορούν σε εταιρείες, σε πολυεθνικές κ.λ.π.

Σύμφωνα τώρα, με τη Στατιστική Υπηρεσία της ΕΕ (Eurostat), το 2019 το 21,1% του πληθυσμού στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ), που ισοδυναμεί με 92,4 εκατομμύρια άτομα, διέτρεχαν κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού, ελαφρώς χαμηλότερα από το 2018 (21,6%), χρονιές που χαρακτηρίστηκαν ως «χρονιές ανάκαμψης από την οικονομική κρίση του 2008». Με βάση τα αποτελέσματα της Έρευνας Εισοδήματος και Συνθηκών Διαβίωσης 2019 για την Κύπρο, με οικονομικό έτος αναφοράς το 2018, 22,3% του πληθυσμού ή 194.400 άτομα βρίσκονταν σε κίνδυνο φτώχειας ή σε κοινωνικό αποκλεισμό (δείκτης AROPE, ένας από τους 9 βασικούς δείκτες στη Στρατηγική της Ευρωπαϊκής Ένωσης, «Ευρώπη 2020»). Στην Κύπρο  το ποσοστό αυτό είναι 22,3% το 2019, από 23,9% το 2018, με ένα άλλο εξίσου μεγάλο ποσοστό να βιώνει παρόμοιες καταστάσεις και κινδύνους αλλά στατιστικά να είναι πάνω από το όριο αυτό.

«Τα δεδομένα σχετικά με τη φτώχεια και τον κοινωνικό αποκλεισμό το 2019, ένα έτος πριν  τα κράτη μέλη της ΕΕ θεσπίσουν τα μέτρα κατά της εξάπλωσης του COVID-19, θα χρησιμεύσουν ως ένα από τα σημεία αναφοράς για την ανάλυση του οικονομικού και κοινωνικού αντίκτυπου της πανδημίας COVID-19 το 2020», αναφέρει η Eurostat.

Γίνεται αντιληπτό πως οι επιπτώσεις από τη διαχείριση της πανδημίας σε παγκόσμιο επίπεδο είναι σαρωτικές, σε ότι αφορά όσους ζούσαν λίγο πάνω ή κάτω από τα όρια της φτώχειας. Αυτό το ποσοστό των φτωχών και των εξαθλιωμένων, ξεπερνά κατά πολύ τα ποσοστά που καταγράφει η Eurostat, ενώ μεγάλο ποσοστό του πληθυσμού το οποίο κατά το 2018 ή 2019 εργαζόταν κανονικά, οπότε και με το εισόδημα του, δεν καταγραφόταν στους επίσημα φτωχούς, σήμερα με αφορμή την ταξικά άδικη διαχείριση της κρίσης, έχει δει τα εισοδήματα του να εξανεμίζονται ή να μειώνονται δραματικά.

Στην ΕΕ, από το 2004, χρονιά ένταξης της Κύπρου, μέχρι και σήμερα, καμιά πολιτική δεν κατόρθωσε να εξαλείψει τη φτώχεια ή να ανακόψει τη συσσώρευση του πλούτου, ούτε και υπήρξε τέτοια πρόθεση στις οικονομικές και κοινωνικές πολιτικές. Συγκεκριμένα, το ποσοστό φτώχειας στην ΕΕ του 2003 ήταν 23.5%, ένα ποσοστό που καταγράφεται και στις μέρες μας, παρόλο που ο πλούτος έχει πολλαπλασιαστεί. Ενώ δηλαδή ο παραγόμενος πλούτος έχει πολλαπλασιαστεί, σταθερά και με γεωμετρική πρόοδο, καταλήγει στο πλουσιότερο 10%, ενώ οι φτωχοί και οι πάμφτωχοι παραμένουν σε κατάσταση πίεσης, ένδειας και εξαθλίωσης.

Εκείνο που έχει εξαιρετική σημασία, είναι η κατανομή του πλούτου και οι θεσμοθετημένοι μηχανισμοί. Με βάση τους θεσμούς του καπιταλιστικού συστήματος, δεν θεωρείται επιλήψιμο να πλουτίζεις περισσότερο, ενώ οι υπόλοιποι φτωχαίνουν και αυτή τη λογική υπηρετούν οι επίσημες οικονομικές πολιτικές στην Κύπρο και ευρύτερα στην ΕΕ. Για το ποσοστό των ανθρώπων που ζουν μέσα στη στέρηση, την πίεση και τη φτώχεια, το κράτος σε κάποιες περιπτώσεις, διαθέτει επιδόματα που μπορούν να συντηρήσουν μεν στη ζωή, τα εκατομμύρια αυτά, αλλά ταυτόχρονα συντηρούν και τη φτώχεια και δεν επιτρέπουν να ξεφύγουν οι άνθρωποι απ’ αυτήν.

Μέχρι οι κοινωνίες να ωριμάσουν πολιτικά και ταξικά και να απαιτήσουν ένα άλλο κοινωνικο-οικονομικό σύστημα, που δεν θα προάγει το πλουτισμό από τη μια και τη φτώχεια από την άλλη, οι δυνάμεις που πραγματικά νοιάζονται για τους φτωχούς, πρέπει να διεκδικήσουν επιστροφή μέρους του συσσωρευμένου πλούτου. Αυτό μπορεί να γίνει νοουμένου πως μεγάλο μέρος της κοινωνίας κινητοποιηθεί, ώστε να υποχρεώσει του θεσμούς (Εκτελεστική και Νομοθετική εξουσία) να θεσμοθετήσουν ειδική φορολογία στον πλούτο, με τρόπο που να επιτρέπει τη δημιουργία ενός Ειδικού Ταμείου, το οποίο θα ελέγχεται από τους εργαζόμενους και την κοινωνία και θα διατίθεται με διάφορους τρόπους, ώστε να δημιουργεί προϋποθέσεις ουσιαστικής ανακούφισης των φτωχών και των ταλαιπωρημένων. Τέτοιοι τρόποι μπορεί να είναι η απευθείας διάθεση επιδομάτων για άμεσες ανάγκες, αλλά και η δημιουργία κοινωνικών θέσεων εργασίας, για ζητήματα παροχής φροντίδας σε όσους έχουν ανάγκη φροντίδας, για την προστασία του περιβάλλοντος, για τον πολιτισμό και άλλα.

Μέχρι να αξιωθεί η κοινωνία να κατακτήσει την πραγματική ισότητα και την πραγματική αλληλεγγύη, μέχρι να μπορέσει να καταργήσει το σύστημα που στηρίζεται στην αδικία και στην εκμετάλλευση και συντηρεί τις κοινωνικές τάξεις, οι δυνάμεις που αγωνίζονται για καταπολέμηση της αδικίας, μπορούν και οφείλουν να θέσουν ζητήματα που συγκρούονται με τις κυρίαρχες λογικές που συντηρούν τη φτώχεια και την αδικία και μαζί τον ανθρώπινο πόνο.