Η κοινωνία της επιτήρησης

Ζούμε στην εποχή που διαδέχτηκε το Big Brother, το οποίο προλείανε το έδαφος για να γίνει αποδεκτή – ως κάτι απόλυτα φυσιολογικό – η παρακολούθηση του κάθε ενός εκάστου ξεχωριστά πολίτη και νομιμοποίησε την εισβολή στην ιδιωτική ζωή του λαού. Ζούμε στην εποχή της τηλεοπτικής βαρβαρότητας των Survivor και των Nomads, που διαγωνίζονται ωσάν γουρούνια σε λάσπες και σε θεματικούς «στίβους μάχης», «επώνυμοι» και μη, για μια χούφτα ρύζι της μιας ή της άλλης αναγνωρισμένης μάρκας, για μια επώνυμη τυρόπιττα ή μια τηλεφωνική συνομιλία με τους δικούς τους στην άλλη άκρη της γης, προσφορά της τάδε μεγάλης ιδιωτικής εταιρείας τηλεπικοινωνιών.

Και όλα αυτά προς τέρψη των τηλεθεατών (ακόμα και αυτών που δεν έχουν να φάνε), που αντικατέστησαν το αλαλάζων πλήθος της αρχαίας ρωμαϊκής αρένας. Πάθη, αδυναμίες, προσωπικές στιγμές, ίντριγκες και θεάματα, φυσικά όλα δημόσια, όλα στο πιάτο από τις πάμπολλες κάμερες που παρακολουθούν τους «πρωταγωνιστές», σε κάθε τους βήμα.

Τα πάντα λοιπόν σήμερα έχουν την τιμή τους, ακόμα και η ιδιωτική ζωή ενός ανθρώπου, τα πάντα μπορούν να τεθούν υπό παρακολούθηση. Αυτοί είναι οι όροι που θέτει στους ανθρώπους ένα αντιδραστικό κοινωνικο-οικονομικό σύστημα, που εβρισκόμενο σε αδιέξοδο γίνεται ολοένα και πιο επιθετικό. Με το καρότο και το μαστίγιο, με το αναισθητικό και το νυστέρι, το αστικό κράτος επέβαλε διαμέσου της αγαστής συνεργασίας του με το κεφάλαιο τους δικούς του όρους.

Ένα κλασικό παράδειγμα που ανταποκρίνεται στον τίτλο του άρθρου αυτού, για την κοινωνία της επιτήρησης, είναι τα στοιχεία που έρχονται από τη Βρετανία. Σύμφωνα με εξακριβωμένα στοιχεία, σε όλη τη Βρετανία υπάρχουν πέραν από 4 εκατομμύρια κάμερες, γεγονός που σημαίνει ότι ο μέσος Βρετανός φωτογραφίζεται περίπου 300 φορές την ημέρα, ενώ οι επιχειρήσεις παρακολουθούν τους εργαζομένους τους, ελέγχοντας τις κινήσεις στα οχήματα των εταιρειών μέσω των δορυφόρων ή μετρώντας τα χτυπήματα στο πληκτρολόγιο του υπολογιστή τους.

Ένας διορισμένος από τη βρετανική κυβέρνηση πρόεδρος μιας «ανεξάρτητης επιτροπής πληροφοριών», ο Ρίτσαρντ Τόμας, είχε δηλώσει πριν μερικά χρόνια τα εξής, μιλώντας στο BBC: «Βαδίζουμε προς μια κοινωνία της επιτήρησης. Δεν είναι μόνον οι κάμερες στους δρόμους, η τεχνολογία ελέγχει τις δραστηριότητές μας. Κάθε φορά που χρησιμοποιούμε το κινητό μας, τις πιστωτικές μας κάρτες, μπαίνουμε στο Διαδίκτυο, αγοράζουμε ηλεκτρονικά ή οδηγούμε το αυτοκίνητό μας, όλο και περισσότερες πληροφορίες συλλέγονται». Ακόμη και ο Ρ. Τόμας παραδέχτηκε τους ολοφάνερους κινδύνους, αφού σε συνέχεια της τότε τοποθέτησης του, τονίζει: «Υπάρχουν κίνδυνοι για την ακεραιότητα του ατόμου, μπορεί να γίνει εισβολή στην προσωπική μας ζωή».

Και όλα αυτά τα πιο πάνω, βέβαια, χωρίς να παίρνει ο αστός κύριος Τόμας στο παραμικρό υπόψη του, τον ταξικό χαρακτήρα του κράτους και τον ανάλογο ρόλο των κατασταλτικών του μηχανισμών. Έτσι και στην Κύπρο του 2018, κάμερες στους δρόμους, στις επιχειρήσεις, στα σχολεία, βιομετρικά διαβατήρια και ταυτότητες, κάρτα οπαδού, όλα στην υπηρεσία του αστικού κράτους, για να παρακολουθήσει, να τρομοκρατήσει, να καταστείλει, στο τέλος της ημέρας την ελευθερία του ανθρώπου και τις δράσεις των κινημάτων που αντιπαλεύουν το καπιταλιστικό σύστημα και το αστικό ανελεύθερο και αντιδραστικό κράτος που ξεζουμίζει το λαό.