Κοινή Αγροτική Πολιτική ή Καταστροφική Αγροτική Πολιτική;

Μέχρι στιγμής η Κοινή Αγροτική Πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης και οι όποιες αναθεωρήσεις της έχουν καταφέρει να φέρουν σε δύσκολη θέση τις αγροτικές οικονομίες πολλών χωρών, να υποβαθμίσουν έως και να αφανίσουν παραδοσιακούς παραγωγικούς κλάδους και να οδηγήσουν εκτός επαγγέλματος εκατομμύρια μικρομεσαίους γεωργοκτηνοτρόφους, σε όλη την επικράτεια της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Τα ίδια καταστροφικά αποτελέσματα είχε και έχει και στη μικρή Κύπρο και δεν ισχύει το ότι η ΕΕ έχει πολλά να δώσει στους μικρομεσαίους αγρότες αλλά εμείς αδυνατούμε ή δεν θέλουμε να πάρουμε. Η ΕΕ αυτή είναι και τα άλλα όλα είναι σύγχυση που σπέρνεται στο λαό.

Τα παραδοσιακά αγροκτήματα, η οικογενειακή γεωργία, δέχονται σφοδρές πιέσεις και έτσι αλλοιώνεται και ο χαρακτήρας της υπαίθρου, αλλά πλήττεται και το περιβάλλον. Την ίδια στιγμή, κάποια ξεχωριστά εθνικά ποιοτικά χαρακτηριστικά αγροτικών προϊόντων υποβαθμίζονται, αφού η ΕΕ θεωρεί ότι δεν μπορεί σε μια κοινή αγορά να υπάρχουν διακρίσεις σε ομοειδή προϊόντα, άσχετα αν η ίδια με τις πολιτικές της δημιουργεί αγροτικές οικονομίες δύο και τριών ταχυτήτων. Ο ανταγωνισμός, μεταξύ άλλων οδηγεί ακόμα στην εντατικοποίηση των καλλιεργειών, στον κορεσμό των αγροτικών γαιών, στην αλλοίωση των θρεπτικών, γευστικών και ποιοτικών χαρακτηριστικών κάποιων αγροτικών προϊόντων. Κάποιοι φυσικά θα προβάλουν ως επιχείρημα ότι η ΚΑΠ έφερε και την ασφάλεια στα τρόφιμα. Ταυτόχρονα όμως, υπενθυμίζω τα πολλά διατροφικά σκάνδαλα της τελευταίας δεκαετίας, αλλά και έρευνες που συνδέουν αύξηση ανθρώπινων ασθενειών με τη διαφοροποίηση ελέω ανταγωνισμού στους τρόπους παραγωγής.

Η Κοινή Αγροτική Πολιτική και οι επιταγές του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου στόχευαν και στοχεύουν ξεκάθαρα στην εξυπηρέτηση των συμφερόντων των μεγάλων πολυεθνικών των τροφίμων. Η ΚΑΠ δε, συγκεκριμένα στόχευε από ανέκαθεν στη συγκέντρωση γης, παραγωγής και επιδοτήσεων σε μεγάλες εθνικές και ιδιαίτερα πολυεθνικές αγροτικές επιχειρήσεις, όπως και σε λίγους μεγαλοεπιχειρηματίες αγρότες, στο όνομα της πολυδιαφημιζόμενης ανταγωνιστικότητας της γεωργίας. Στο πλαίσιο αυτό κινήθηκε και η ΚΑΠ για το 2014 – 2020. Μάλιστα ο επίτροπος Γεωργίας της ΕΕ πριν μερικά χρόνια έθετε και τέσσερις στρατηγικές ερωτήσεις για την ΚΑΠ 14 – 20, όπως τις ονόμασε, για να γίνει διάλογος, στα πλαίσια μιας δήθεν δημοκρατικοφάνειας.

Τα ερωτήματα που απευθύνθηκαν επί παντός επιστητού ήταν:

1) Ποιος είναι ο λόγος για μια ευρωπαϊκή κοινή γεωργική πολιτική;

2) Με ποιους στόχους επιφορτίζει η κοινωνία τη γεωργία σε όλη την πολυμορφία της;

3) Προς τι η μεταρρύθμιση της ΚΑΠ και πώς θα την κάνουμε να ανταποκρίνεται στις προσδοκίες της κοινωνίας;

4) Ποια θα είναι τα εργαλεία της αυριανής ΚΑΠ;

Στις κατευθυνόμενες γενικόλογες ερωτήσεις, οι όποιες απαντήσεις δόθηκαν τότε από σχετικούς και άσχετους (υπήρχαν και πάρα πολλοί τέτοιοι), αλλά και οι πολιτικές που εφαρμόστηκαν στην πορεία δεν άλλαξαν τίποτα σε σχέση με προηγούμενες ΚΑΠ.

Ο ευρωδιάλογος, η ευρωδιαβούλευση και οι πολιτικές της ΕΕ κατά την ΚΑΠ 2014 – 2020 κινήθηκαν κατά βάση στο πλαίσιο της καταστροφικής για την αγροτιά πολιτικής της ΕΕ, που εξυπηρετεί τα συμφέροντα των μονοπωλίων. Οι μικρομεσαίοι αγρότες βίωσαν τα τελευταία χρόνια μια από τα ίδια και χειρότερα, ιδιαίτερα αυτοί των ορεινών περιοχών. Πολιτικές που τους τσάκισαν και έβγαλαν και άλλους εκτός επαγγέλματος.

Σε μια ακόμα ΚΑΠ απαντήθηκε το διαχρονικό και γνωστό ερώτημα ουσιαστικά και πρακτικά, δηλαδή ΚΑΠ – Κοινή Αγροτική Πολιτική ή ΚΑΠ – Καταστροφική Αγροτική Πολιτική; Η απάντηση ήταν ξεκάθαρη και σε αυτή την επταετία. ΚΑΠ ίσον Καταστροφική Αγροτική Πολιτική για τους μικρομεσαίους αγρότες και ΚΑΠ ίσον Κερδοφόρα Αγροτική Πολιτική για τους μεγαλοτσιφλικάδες και τις πολυεθνικές αλυσίδες τροφίμων και αγροτικών χρειωδών.