Εξαθλίωση, υποκρισία και εκλογές

Ενώ ο πλούτος και τα κοινωνικά αγαθά είναι το αποτέλεσμα της εργασίας, οι συνθήκες ζωής των εργαζομένων, είναι το αποτέλεσμα της κατανομής του πλούτου και των κοινωνικών αγαθών. Η ποιότητα ζωής μιας κοινωνίας μετριέται με πολλούς δείκτες, ανάμεσα στους οποίους οι βασικοί, έχουν να κάμουν με την πρόσβαση στις υπηρεσίες υγείας, στη στέγαση, στην εκπαίδευση, τη διασφάλιση ενός υγιούς φυσικού περιβάλλοντος και συνθηκών ειρήνης και ασφάλειας. Με απλά λόγια, οι άνθρωποι της εργασίας, ενώ παράγουν κάθε κοινωνικό αγαθό, δεν έχουν την άμεση πρόσβαση στη διαχείριση του, καθώς αυτά αφήνονται στο κράτος.

Στην Κύπρο, από το 2004 μέχρι σήμερα, η ιστορία καταγράφει μια συνεχή αρνητική διαμόρφωση συνθηκών, που θέτουν τους εργαζόμενους σε ολοένα και πιο μειονεκτική θέση. Η θεσμική ρύθμιση της οικονομίας από την ΕΕ έχει –με πρόσχημα την ανταγωνιστικότητα- μετατρέψει τον εργαζόμενο σε απλό συστατικό της εργασίας, ενώ καθορίζει τις εργασιακές συνθήκες και τους όρους, με τρόπο που να εξυπηρετεί την ανταγωνιστικότητα και τη συσσώρευση κεφαλαίου. Αυτά γίνονται κατά κανόνα, εις βάρος ιστορικών εργασιακών κατακτήσεων, που είτε αποδομήθηκαν, είτε έχουν εκφυλιστεί, σε βαθμό που πλέον δεν υπηρετούν το σκοπό τους. Σε όλο το φάσμα της οικονομίας και της εργασίας, βρίσκονται σήμερα χιλιάδες εργαζόμενοι χωρίς οργάνωση, ενώ οι χιλιάδες άλλοι, ενώ είναι οργανωμένοι σε συντεχνίες, είδαν τα εργασιακά τους δικαιώματα και τις συνθήκες εργασίας να χειροτερεύουν.

Με την κρίση της οικονομίας του καπιταλισμού, το 2008, η διαχρονική πολιτική του κεφαλαίου για αποδόμηση των όρων εργασίας και φυσικά των μισθών και των ωφελημάτων, μετατράπηκε σε ευρωπαϊκή/εθνική στρατηγική την οποία υπηρετεί πιστά από τότε, το πολιτικό σύστημα. Όλοι οι τομείς της οικονομίας «αναπροσαρμόστηκαν» έτσι, ώστε να επιτευχθεί το λεγόμενο ξεπέρασμα της κρίσης, το οποίο όπως αναφέραμε πριν, είχε ήδη αναχθεί σε εθνικό στόχο. Για τη διάσωση των τραπεζών, ολόκληρη η οικονομία και κάθε μέλος της κοινωνίας, επωμίζονται από τότε, δυσανάλογα βάρη και υποχρεώσεις. Η δική μας λογική, επιτρέπει να γνωρίζουμε πως οι κρίσεις τέτοιου είδους, δεν θα πάψουν ποτέ, όμως οι καθημερινές συνθήκες ζωής των ανθρώπων, πρέπει να αποτελούν το βασικό μέλημα μιας κοινωνίας.

Οι τράπεζες όχι μόνο διασώθηκαν, αλλά λειτουργούν πλέον χωρίς βάρη για τα εγκλήματα τους και με όρους κατά παρασάγγας καλύτερους από αυτούς που είχαν πριν την κρίση. Οι εκποιήσεις περιουσιών και δυστυχώς ανάμεσα σε αυτές και της οικογενειακής στέγης, θεσμοθετήθηκαν με νόμους που το κράτος και η βουλή επέβαλαν. Για να γίνουν αυτά κατορθωτά, το κράτος με την έγκριση της βουλής, κατάργησε και ξεπούλησε μια τεράστια σε σημασία κατάκτηση του λαού, το Συνεργατισμό.

Στα χρόνια που μεσολάβησαν από το 2008 μέχρι σήμερα, η οικονομική ανάκαμψη που σχεδίασαν στηρίχτηκε σε τομείς, όπως ο οικοδομικός που καρποφόρησε στα πλαίσια μιας κρατικής πολιτικής κινήτρων πέραν και έξω από τα πλαίσια των πολεοδομικών σχεδίων και κανονισμών. Γη και ύδωρ προσφέρθηκε από το δημόσιο πλούτο, στο κεφάλαιο με στόχο την επένδυση, την παραγωγή και αναπαραγωγή κεφαλαίου. Κερασάκι σε αυτή την τούρτα, το λεγόμενο επενδυτικό πρόγραμμα, που σκάζοντας η φούσκα φανέρωσε σε ολόκληρη την κοινωνία, τη σήψη, τη διαφθορά και τη διαπλοκή του οικονομικού και πολιτικού προσωπικού, στο ζήτημα με τα λεγόμενα χρυσά διαβατήρια.

Από το 2004, χρονιά ένταξης στην ΕΕ και ιδιαίτερα μετά το 2008 που ξέσπασε η κρίση της οικονομίας, οι εργαζόμενοι, οι νέοι, οι οικογένειες, οι συνταξιούχοι, μετρούν απώλειες σε εισοδήματα, ενώ η ανασφάλεια μεγαλώνει. Και ενώ η οικονομική κρίση στη χώρα μας επιδρά καταλυτικά στα φτωχότερα κοινωνικά στρώματα, δημιουργώντας τεράστια προβλήματα στους ανθρώπους (οικονομικά, ψυχολογικά, κοινωνικά, σωματικά), η πανδημία και τα μέτρα που επιβλήθηκαν, χειροτέρεψαν ακόμη περισσότερο την ποιότητα ζωής των ανθρώπων. Οι άνθρωποι της εργασίας, μέσω της ανασφάλειας και της μη ικανοποίησης από τις συνθήκες εργασίας, είχαν αποξενωθεί από την εργασία τους ψυχικά, ενώ μέσα στις συνθήκες της πανδημίας αποξενώθηκαν και σωματικά.

Όλα τα πιο πάνω, οδηγούν σε αποξένωση, αδιαφορία, απομόνωση, εργασιακό στρες, άγχη. Οι συνθήκες επιβάλλουν στους ανθρώπους να αναπτύσσουν εχθρικά αισθήματα που δεν εστιάζουν στις αιτίες των προβλημάτων, αλλά απορρέουν από τις βιωμένες αρνητικές καταστάσεις. Ο δυσαρεστημένος εργαζόμενος δεν αντιλαμβάνεται ποιοι ευθύνονται για την αρνητική εξέλιξη, καθώς θεωρεί ότι η δυσαρέσκειά του απορρέει κύρια από κακές σχέσεις και συμπεριφορές, την προβληματική διοίκηση ή κάποιες λανθασμένες αποφάσεις. Η απομόνωση του δε, τόσο κοινωνικά, όσο και εργασιακά ή πολιτικά, τον θέτει σταδιακά στο περιθώριο και όχι μόνο δεν επεμβαίνει στις εξελίξεις των συνθηκών της ζωής του και της κοινωνίας ευρύτερα, αλλά γίνεται εύκολα διαχειρήσιμος από εργοδότες, κράτος και πολιτικά κόμματα. Μετατρέπεται σιγά σιγά σε ένα εργαλείο που η μόνη έγνοια του ιδιοκτήτη του, είναι η στοιχειώδης συντήρηση του με σκοπό να αντέχει στη δουλειά που θα του ανατεθεί.

Και ενώ στην Κύπρο ξεκίνησε η προεκλογική εκστρατεία για την επιλογή των βουλευτών που υποτίθεται θα αντιπροσωπεύσουν στη βουλή το λαό, τους εργαζόμενους, τις οικογένειες, τους συνταξιούχους, παρατηρείται το εξής: Οι απλοί άνθρωποι όχι μόνο δεν μετέχουν σε αυτή τη διαδικασία, αλλά τα πρότυπα των κομμάτων και των πολιτικών που μπαίνουν σε αυτή την κούρσα, δεν φαίνεται από δηλώσεις και πρότερο βίο, να έχουν στόχο να ασχοληθούν με την ουσία των καθημερινών προβλημάτων που βιώνει ο ψηφοφόρος. Παρατηρείται δηλαδή, εκτός από την αποξένωση του εργαζομένου από την εργασία και την πολιτική και μια άλλη αποξένωση. Η αυξανόμενη αποξένωση των κομμάτων από τα πραγματικά προβλήματα των ανθρώπων, από το μέγεθος αυτών των προβλημάτων και από τις αιτίες που στην ουσία υπηρετούν συνειδητά.

Η καθημερινή ρητορική στην πολιτική αρένα, τα προβλήματα που αναδεικνύονται από κόμματα και ΜΜΕ, οι προοπτικές που δίνονται, δεν αγγίζουν τη ζωή και τα προβλήματα μεγάλης μερίδας του λαού. Ως αποτέλεσμα η αποξένωση από το κοινωνικό και πολιτικό γίγνεσθαι , η αποστασιοποίηση και η πονεμένη γεμάτη πίκρα απαξίωση, μεγαλώνουν. Και όσο μεγαλώνουν τόσο χειροτερεύει η ζωή των ανθρώπων, καθώς η παρέμβαση τους στην οικονομία και στην κοινωνία περιορίζονται και τους οδηγούν σε περισσότερη εξαθλίωση.

ΚΑΙ σε αυτές τις εκλογές, δεν θα τεθεί και δεν θα συζητηθεί η ΕΕ, δεν θα τεθεί και δεν θα συζητηθεί η ΑΤΑ, δεν θα τεθεί και δεν θα συζητηθεί η επανάκτηση του Συνεργατισμού, δεν θα ασχοληθεί κανείς με το χάσμα πλούσιων και φτωχών που διευρύνεται. Θα κυριαρχήσει το θέμα της διαφθοράς, με διεφθαρμένους και διαπλεγμένους να συζητούν τρόπους κουκουλώματος. Θα πλειοδοτήσουν ξανά και ξανά οι ίδιοι που οδήγησαν τον εργαζόμενο στο τελευταίο σκαλοπάτι, για τη «θεσμοθέτηση του κατώτατου μισθού και της κατώτατης σύνταξης». Ενός κατώτατου ορίου δηλαδή, ώστε να παραμείνουν ζωντανοί και να μην πεθάνουν από πείνα και απελπισία και κυρίως να παραμένουν ήσυχοι. Δεν θα αγγίξει κανείς το ζήτημα με τους ανώτατους μισθούς και τα μυθικά κέρδη, προϊόν του συστήματος και της διαπλοκής.

Απαιτείται κάτι διαφορετικό από αυτά που μας οδήγησαν μέχρι εδώ και αν αυτό μπορεί να σχηματοποιηθεί, το κύριο χαρακτηριστικό του πρέπει να είναι η αντίσταση σε ότι οδηγεί το λαό στην εξαθλίωση.